Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2006

Φιλικό Σπίτι...

Γύρω στις εννιά καθίσαμε για φαΐ στο τραπέζι. Η φίλη τα είχε ετοιμάσει όλα τέλεια. Γενέθλια είχε και ήθελε ένα μας περιποιηθεί. Από το πρωί ένα έντονο όμως αίσθημα σε εσφιγκε σε νευρίαζε και κάπου κάπου. Η μανία της ολοκλήρωσης, ήταν και αυτή η ζέστη σήμερα που δεν άντεχες. Και αυτό το πάρτι μόνο καλό δε σου φάνηκε. Δεν ήξερες όμως πως θα εξελιχθεί. Λόγο των εξάψεων και συ είχες φορέσει μια σέξι φουστιτσα χωρίς καλσόν και ένα κολλητό μπλουζάκι μακρυμανικο που αναδείκνυε το στήθος σου. Καθίσατε όλοι. Δίπλα σου ο νέος φίλος σου, σχεδόν δε τον ήξερες. Μια φορά είχατε κάνει μόνο μια φάση. Αυτό σε ερέθιζε ακόμη πιο πολύ μιας και τον ήθελες κολασμένα αλλά σου έκανε κάτι της τον δύσκολο! Το φαΐ ήταν υπέροχο αλλά αποφασίσατε μη φάτε πολύ και βαρυστομαχιάσετε. Άλλωστε η νύχτα δεν είχε τελειώσει, αντίθετα μόλις άρχιζε. Οι κουβέντες γύρω από το τραπέζι όλο και πιο έντονες. Κάπου τρόμαξες αλλά κρατήθηκες όταν το χέρι του ζεστό και σκληρό άρχισε να χαϊδεύει το απαλό σου δέρμα κάτω από το τραπέζι, τελείως διακριτικά. Του έριξες μια ματιά επιβεβαίωσης. Το χέρι του κινιότανε τώρα όλο και πιο ψηλά και ανάμεσα στα πόδια σου. Ένιωσες να ζεσταίνεσαι ακόμα πιο πολύ. Είχε σχεδόν ακουμπήσει στο αιδοίο σου όταν σχεδόν έχασες τα λόγια σου. Τα χάδια του συνεχίστηκαν μέχρι που αποφάσισαν όλοι να πάνε για το σαλόνι. Να πεις ότι ήσασταν και πολλοί. Ακόμα δυο ζευγάρια ήταν. Σε κάθισε στα ποδιά του, εκεί ένοιωσες το ερεθισμένο πέος του με τα πόδια σου και κάθισες λίγο αλλιώς για να το έχεις ανάμεσα σου. Η νύχτα πέρναγε& δεν άντεχες και κουνιόσουν μια από δω και μια από εκεί. Χαμήλωσαν και τα φώτα.. αρχίσατε ένα επιτραπέζιο. Ήταν και αυτή η ζάλη από το κρασί που τα έκανε όλα ακόμα πιο εριστικά. Όλοι ήταν λίγο πολύ ζαλισμένοι! Ήθελες να του το φωνάξεις, ΠΑΡΕ ΜΕ ΤΩΡΑ. Που και που όλοι χάνονταν σε ένα φιλί με το εταίρο του. Εκείνος έκανε ότι σε κρατάει από τη μέση. Αλλά το χέρι του είχε κατεβεί αρκετά πιο κάτω. Μέσα από τι φούστα σου. Ευτυχώς ήταν πολύ ελαστική και δε φαινότανε τίποτα. Καθισμένη στην άκρη του καναπέ, έγειρες πάνω του, σα να κάλυπτες το χέρι του από τους άλλους. Μαζεύτηκες και λίγο πιο κοντά του. Ανέβασες και τα πόδια σου στο καναπέ λυγισμένα προς τα πίσω. Το απαλό αχνό φως βοηθούσε να μη βλέπουν οι άλλοι τι γινότανε. Έσπρωξε το χέρι του πιο βαθιά στα εσώρουχα σου. Ένιωσες τη παλάμη του να γυρίζει. Σε έψαχνε, σιγά σιγά σχεδόν βασανιστικά. Τα δάχτυλα του βρήκαν το δρόμο τους και σχεδόν μπήκαν μέσα σου. Το απολάμβανες, το στοιχείο του φόβου και του παρανόμου, σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ. Ξαφνικά έσπρωξε απότομα δυο δάχτυλα του μέσα σου. Σχεδόν ολόκληρα βούτηξαν στον κόλπο σου. Μια κραυγή χαράς σα να σου ξέφυγε. Όμως κανείς ευτυχώς δε κατάλαβε τίποτα. Ένα κούνημα δυνατό ένα κάτι ήθελες και θα ερχόσουν σε μοναδικό οργασμό. Μαζεύτηκες όμως ψιλοανασηκώθηκες και ανακοίνωσες ότι φεύγετε. Δικοί σου φίλοι ήταν άλλωστε. Καθ όλη τι διάρκεια του αποχαιρετισμού μόνο ένα πράμα σκεφτόσουν, «στα σκαλιά; Στο ασανσέρ; Στο αμάξι; Η στο σπίτι» ήξερες όμως πως όλα θα γίνουν εκεί που ήθελε. Και αυτό σε ερέθιζε ακόμα πιο πολύ, το άγνωστο, το απρόσμενο σε έτρωγε&

Δεν υπάρχουν σχόλια: