Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Τέλος

“Φυγεεεεεεεεεε….» Ούρλιαξε κλαμένη μπροστά του. «Φυγεεεεε δε μπορώ άλλο άσε με ήσυχη.» Εκεί που μπήκε σπίτι του νευριασμένη αποφασισμένη για όλα. Τώρα ο κόσμος της γκρεμισμένος στεκόταν μπροστά του. Μπορεί και όχι γκρεμισμένος αντίθετα πολύ πολύ γερά κτισμένος τόσο που να μη μπορεί να πέσει για τίποτα. «Δε μπορώ άλλο δεν αντέχω δεν γίνετε αυτό που συμβαίνει δε με καταλαβαίνεις; Θέλω να τελειώσουμε να μην υπάρχουμε να μην υπάρχεις να μην σε σκέπτομαι πια καθόλου. Πονώ, πονώ ολόκληρη, καταλαβαίνεις, πονάει η ψυχή μου, το σώμα μου, νιώθω τη καρδιά μου να σταματά να μη μπορεί να χτυπήσει. Χάνομαι.» Την κοιτούσε άναυδος, ήξερε πολύ καλά για τι του έλεγε.. το είχαν ξανασυζητήσει.

«Χάνομαι δε μπορώ, χάνω τον εαυτό μου μαζί σου, δεν υπάρχω δε ζω πια, δεν έχω τίποτα.

Είμαι έξω και σκέπτομαι εσένα.
Είμαι με παρέα και πάλι σε σένα είναι το μυαλό μου.

Τρελαίνομαι δεν αντέχω. Δεν ακούω τι λένε οι άλλοι γύρω μου. Σκέπτομαι μόνο που είσαι, τι κάνεις και πως, σκέπτομαι λεπτομέρειες και σκηνικά, ζηλεύω και παρασέρνομαι σε σκέψεις που με πληγώνουν, ακόμα και αν δεν ισχύουν.» Τα μάτια της κοκκίνιζαν σιγά σιγά, όμως για μια στιγμή έλαμψε σα να της ήρθε ο θύμος πάλι.
«Δε φτάνει όμως αυτό, μετά το μυαλό μου γέρνει στον ερώτα μας στον ερώτα σου σε θέλω διαρκώς, παθιασμένα, δυνατά, βίαια, θέλω να με κάνεις ότι καλύτερο και ότι χειρότερο. Να όπως χτες βράδυ που είχαν βγει με τα παιδιά. Πήγαμε για φαγητό. Όλοι απολαυσαν την παρέα το φαί, το μυαλό μου ήταν σε σένα. Σκεπτόμουν πόσο θα ήθελα να ήσουν κάπου εκεί να βρεθούμε σε κάποιο σημείο κρυφό να με πάρεις δυνατά να μπεις μέσα μου να με τελειώσεις. Δεν άκουγα τι μου έλεγαν. Τόσο που με κορόιδευαν. Σκεπτόμουν να δαγκώνεις το κορμί μου να με κάνεις να τρέμω να πονώ να αναστενάζω ολόκληρη και πιο δυνατά ολόκληρη και πιο έντονα. Είχαν σκύψει και έτρωγα μήπως και σταματήσω να σε σκέπτομαι μη και δουν το βλέμμα μου που με προδίδει όταν σκέπτομαι να είσαι μέσα μου.»

Έκανε μια παύση, περπατούσε μπροστά του νευρική όσο του μιλούσε, προσπάθησε να απαντήσει αλλά δε τον άφηνε. Όσο μίλαγε τόσο χειρότερα γίνονταν. Τα δάκρυα της άρχιζαν να τρέχουν ολόκληρη και πιο πολύ.

«Σε παρακαλώ άφησε με» του φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς πέφτοντας γονατιστή στο πάτωμα και ουρλιάζοντας σε αυτόν.

«Φύγε από τη ζωή μου θέλω να χωρίσουμε! Δε θέλω να είμαστε πια ένα! Με βασανίζεις η σκέψη σου όσο με κάνει να τρελαίνομαι και να λιώνω άλλο τόσο με καταστρέφει. Καταστρέφομαι κοντά σου. Δεν είμαι εγώ πια δεν είμαι εκείνη που αγάπησες που ήθελες. Όσο και να με αγαπάς τώρα. Αυτό πρέπει να τελειώσεις. Καταλαβαίνεις τον πόνο που με σκίζει που με καταστρέφει. Πονάει η ψυχή μου ρε αιμορραγώ ρε. Σε σκέπτομαι και αιμορραγώ πεθαίνω νιώθω το αίμα μου να μην κυλά πια δεν έχω όρεξη για τίποτα. Τσακωνόμαστε και κλαίω ώρες ασταμάτητα για το τίποτα. Δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Έχω εξάρτηση και δεν αντέχω άλλο.»

«Να δες εδώ κοίτα» Του φώναξε σηκώνοντας τα μανίκια της. «βλέπεις τα σημάδια. Έχω παρανοήσει θέλω να πεθάνω. Ξέρεις γιατί σταμάτησα ξέρεις; Γιατί δε πονούσα. Δεν ένιωθα πόνο. Στο μυαλό μου ήσουν εσύ και δεν ένιωθα τον πόνο από το γυαλί να με κόβει. Δε φοβήθηκα το θάνατο και φοβήθηκα εσένα. Αυτή η σχέση πρέπει να τελειώσεις. Δεν είναι σχέση είναι ψύχωση είναι αρρώστια δε μπορώ άλλο»

Τα δάκρυα της έλουζαν το πρόσωπο της χάλασαν το μακιγιάζ της που είχε γιατί νόμιζε ότι θα κρατηθεί. Ήθελε να πάει με αξιοπρέπεια να του πει ότι τελειώνουν. Αλλά δε τα κατάφερε. Δεν μπορούσε άλλωστε να κρατηθεί. Τα δάκρυα λέρωσαν το πουκάμισο της αλλά δε την ένοιαζε καθόλου πια δεν την ένοιαζε τίποτα. Μόνο να τελειώσεις.

«Άσε με να φύγω. Μη με κυνηγάς, αν με έχεις αγαπήσει αν με καταλαβαίνεις κάνεις αυτό που σου λέω. Μη με καταστρέφεις άλλο. Δεν αντέχω. Κράτα αυτό που είχαμε ή διέγραψε το αν μπορείς, εγώ θα το σβήσω όσο καλύτερα μπορώ γιατί με πονάει με βασανίζει. Δεν είναι όπως πριν πέντε χρόνια που ήμασταν απλά ερωτευμένοι που επικοινωνούσαμε με λόγια μόνο κάναμε πλάκα. Δεν περνάμε πια καλά. Ο έρωτας μας, μας κατατρώει. Βλέπω και σένα πόσο μαραζώνεις δεν είσαι ο ίδιος πια, δεν είσαι αυτός που αγάπησα. Είσαι άλλος ένα κόλλημα μια παραίσθηση πια.»

«Άσε με να πάω αλλού να βρω κάτι άλλο κάτι μέτριο κάτι λίγο. Μου πήρες και σου πήρα τα πάντα και ακόμη περισσότερα και δε μας βγήκε σε καλό. Δε θα απόλαυση ποτέ τη ζωή το ίδιο ξανασυζητήσει το ξέρεις δε θα είναι ποτέ ο κόσμος ο ίδιος μακριά σου αλλά δεν αντέχω άλλο. Μαζί σου η θα με αφήσει η καρδιά μου η θα αυτοκτονήσω. Πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω σιγά σιγά μέρα με τη μέρα.»

«Μη με κυνηγήσεις σε παρακαλώ άσε με… γιατί ξέρω πως δε θα αντισταθώ ξέρω πως θα γυρίσω σε μια ελπίδα να μην υπάρχεις η εξάρτηση. Όμως θα είναι αυταπάτη και σύντομα πάλι θα 'μαι εδώ στα πόδια σου να σε παρακαλώ να χωρίσουμε. Όσο και αν πονάει όσο και αν αυτό σημαίνει πως σκοτώνω το είναι μου. Θα φτιάξω άλλο. Μισός θάνατος θα είναι αλλά καλύτερα από τη ζωή μου τώρα.»

Η μονή αντίδραση του ήταν το κλάμα του. Ήξερε πως όσα έλεγε τα ένιωθε και εκείνος ήξερε ότι έπρεπε να τελειώσεις. Σκούπισε τα μάτια του, την κοίταξε, μπήκε μέσα της για μια τελευταία φορά κινάνε ερώτα απλά με ένα κοίταγμα. Γύρισε το βλήμα του αλλού…

«Να ξέρεις… δε μπορώ… φύγε τώρα…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: