Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Δική μου

«Να πας να κάνεις και ότι θες! Να περάσεις και όσο πιο καλά μπορείς. Κάνε ότι γουστάρεις… και με άλλον αν θες πήγαινε. Αρκεί να μη το μάθω, να μην μου βάλεις την υποψία ότι τρέχει κάτι! Αρκεί να μη καταλάβω τίποτα στο λέω. Δε θέλω να καταλάβω το παραμικρό παραστράτημα. Αν είναι να το κάνεις, πρόσεξε να μη σε καταλάβω.»

Ο ήχος του κινητού της την έβγαλε λίγο από τη συζήτηση στο βραδινό γεύμα με τη παρέα. Έσκυψε λίγο σα να μη θέλει να δώσει στόχο ότι μιλάει και να μην ενοχλήσει αλλά ούτε και να φύγει από τη παρέα. «Έλα, τι έγινε και παίρνεις βραδιάτικα, σου είχα πει ότι θα είμαι σε ξένο σπίτι για φαγητό». Η φωνή του ακουστικέ βαριά και με κοφτό λόγο της είπε πως σε 2 ώρες θα είναι εκεί. «Πας καλά…» δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της «Ξέρεις που θα σε βρω, σε 2 ώρες να είσαι έτοιμη…». Η κλήση τερματίστηκε. Της το έκλεισε πριν προλάβει να του απαντήσει. Ταράχτηκε έπρεπε να φύγει πιο νωρίς από ότι σκόπευε και έπρεπε να το κάνει μόνη της. Πως θα έλεγε στους συνοδούς της τώρα τι συνέβη αναρωτήθηκε. Βιαστικά, τους είπε πως δεν είναι και πολύ καλά και θα πρέπει να γυρίσει στο ξενοδοχείο μόνη της. Ο ένας που εδώ και μέρες την φλέρταρε έως και έντονα, προσφέρθηκε να την συνοδεύει. Το βλέμμα της όμως αυτή τη φορά ήταν αυστηρό και έδειχνε να εννοεί αυτό που έλεγε. «Όχι θα πάω μόνη μου».

Είχε περάσει ήδη μια ώρα μέχρι να πάρει την απόφαση να φύγει, το σημείο συνάντησης ήταν άλλο τόσο μακριά. Αναρωτιόταν τι το ήθελε σήμερα να απομακρυνθούν τόσο πολύ. Φόρεσε τη καπαρντίνα της και έφυγε βιαστικά. Της ήταν πάντα δύσκολο να οδηγήσει με τις γόβες αλλά τώρα ήταν έκτακτο και το άγχος της δε την άφηνε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε.

Από μακριά την είδε να στέκετε κάτω από το χλωμό φως της κολώνας της ΔΕΗ μπροστά στο πεζούλι. Σε γνωστό σημείο που είχαν περάσει και τους άρεσε πολλές φορές στο παρελθόν. Στέκονταν εκεί με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ το στήθος της με το τσιγάρο της να τρέμει στο χέρι της. Κάπνιζε νευρικά. Αν και είχε σταματήσει τόσο καιρό σήμερα δεν αντιστάθηκε.

«Δεν νομίζω ότι σου έδωσα κανένα δικαίωμα να έρθεις εδώ απρόσκλητος, πόσο μάλλον στις 2 το πρωί. Ούτε έκανα κάτι για να νομίζεις ότι απίστησα και να δράσεις έτσι» Του είπε με τρεμάμενη αγχωμένη φωνή. Εκείνος σταματήσει μπροστά της την κοίταξε στα μάτια την παρατήρησε την εξερεύνησε. Κοίταξε τη μαύρη της μάσκαρα τη γραμμή του μολυβιού της, το κατακόκκινο κραγιόν της, τα σπαστά μαλλιά της. Φανερά εκνευρισμένη κάπνιζε τώρα, τρέμοντας. Είδε το ντύσιμο της, αρκετά επίσημο για διακοπές με παρέα, τα δάχτυλα της τα μακριά που τα θαύμαζε με άψογα βαμμένα κόκκινο της φωτιάς νύχια.
«Γιατί εκνευρίζεσαι και αγχώνεσαι, γιατί τρέμεις; Σε διέκοψα από κάτι, από το φλερτ σου από τον εραστή σου;»
«Ναι με διέκοψες!!!» Του είπε με πιο υψηλό και έντονο τόνο.
«Ήμουν με το γκόμενο, θες κάτι;» Συνέχισε με τόνο προκλητικό ύφος. Ήθελε να πει κι αλλά ίσως χειρότερα από τα νευρά, της απρόσμενης επίσκεψης του. Όμως δε πρόλαβε. Τη χαστούκισε όχι δυνατά, αλλά αρκετό ήταν. Ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της. Όμως αυτή τη φορά ένιωσε διαφορετικά. Ένιωθε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα βγάλει πέρα μαζί της ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει τα νευρά του τον ωθούσαν τον έσπρωξαν. Δεν ήταν ώρα για συζητήσεις και αυτή ήταν από τους ελαχίστους ανθρώπους που μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν στο λόγο. Για αυτό και συχνά την αποκαλούσε επικίνδυνη γυναίκα. Εκείνη έμεινε λιγάκι άναυδη, άφησε από τα μακριά της δάχτυλα να πέσει κάτω το τσιγάρο και έκανε να ανταποδώσει το χτύπημα. Όχι δεν είχε πονέσει αλλά δε θα του περνούσε. Της έπιασε το χέρι πριν προλάβει να τον χτυπήσει. Την κοίταξε αγριεμένος και την έφερε πάνω του. Γύρισε το κεφάλι της στα πλάγια να μη τον βλέπει και να μη κοιτάει το πρόσωπο της. Το χέρι της πονούσε από τη δύναμη του. Τον ένιωθε ταραγμένο, νευριασμένο.

Έπιασε τη μέση της και την κύλισε πάνω του. Έσκυψε στο λαιμό της και με κλειστά μάτια απόλαυσε το άρωμα της. Πάνω στο δέρμα της αυτό το άρωμα γίνονταν μια άλλη 6η 7η αίσθηση. Το χέρι του χάιδευε το κορμί της.

«Όχι… μη… δεν είμαι δική σου» ψέλλισε εκείνη καθώς ένα δάκρυ χάλασε το σχέδιο του μολυβιού της. Δεν ήταν δάκρυ πόνου, ούτε στενοχώριας. Ένιωθε το σώμα της πάνω του να τρέμει. Δάκρυζε γιατί τη διεκδικούσε, ήξερε ότι ήρθε για εκείνη και μονό. Πως αδιαφορούσε για τους φίλους του και το χρόνο του. Δάκρυζε από ηδονή και το σώμα της έτρεμε. Ένιωθε την διεκδίκηση του.
«Σταμάτα.. δεν είμαι δική σου» του ψιθύρισε ξανά καθώς ένιωθε το χέρι του στο μοιρό της να τη χαϊδεύει να την αγκίζει. Ένιωθε ότι την διεκδικούσε από τα πάντα, όχι από ένα τυχαίο φλερτ ούτε από κάποιον που της άρεσε. Την διεκδικούσε από το τίποτα από κανέναν, την διεκδικούσε από τον ίδιο της τον εαυτό. Ποτέ της άλλωστε δε κοίταξε διαφορετικά κάποιον τρίτο. «Μη σε παρακαλώ» ψιθύρισε πάλι. Το χέρι του μπήκε κάτω από τη φούστα της. «Όχι, όχι μη.. δεν σου ανήκω» του έλεγε σιγανά και αργά με τόνο που δε το εννοούσε.

Έφτασε στο εσώρουχο της, το δέρμα της το ένιωθε δροσερό απαλό λείο. «Δεν σου ανήκω» του ψέλλισε ξανά κι εκείνος τράβηξε με δύναμη το εσώρουχο της που κομματιάστηκε. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα της. Τον έκρυψε όμως ίσα που ακούστηκε. Της ανασήκωσε τη φούστα, και μισογδυθικε όσο έπρεπε ο ίδιο. «Όχι σε παρακαλώ». «Είσαι δική μου» της απαντήσει με άγριο πάθος στο αυτί της και γλίστρησε μέσα της. Σηκώσει το πόδια της και τον αγκάλιασε να τον φέρει πιο κοντά της. Εκεί κάτω από το χλωμό φως της τρεμάμενης λάμπας, ένιωθε τη καρδιά της να σπάει, τα μάτια της δάκρυσαν και τα νύχια της καρφώθηκαν στη πλάτη του. Την πίεσε πιο κοντά του και έμπαινε μέσα της αργά. Ένιωθαν την επαφή τους έντονη και αργή. Το σώμα της έτρεμε σε κάθε του κίνηση. Αυτή τη φορά δεν ήταν μονό σεξ, δεν ήταν απλά έρωτας ούτε αγάπη, ήταν όλα αυτά μαζί, της έκλεβε όλο το είναι της όλη τη ψυχή της. Του παρέδιδε τα πάντα και ακόμα πιο πολλά. Γιατί ακόμα και τα πάντα εκείνη τη στιγμή έδειχναν λίγα.

Η ανάσες τους βάρυναν, η στιγμή κρατά αιωνία και τα σώματα τους λίγα λεπτά. Ένιωθε το κορμί της να τρέμει να συσπάτε. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ κάτι τόσο έντονο. Ένιωθε και εκείνον να βράζει πάνω της ένιωθε το πάθος του να την τυλίγει. Έτρεμαν και οι δυο μαζί, δε κοιτάζονταν, τα μάτια τους ήταν κλειστά. Δε χρειάζονταν καν να δουν. Επικοινωνούσαν με τη σκέψη τους με τα είναι τους. Το τέλος τους ήρθε ταυτόχρονα και στους δυο. Τον ένιωθε να την καίει καθώς το κορμί της έσπαγε σε κομμάτια σε κάθε του κίνηση.

Δεν έμεινε, έφυγε το ίδιο βραδύ. Δεν κάθισε ούτε να τα πουν ούτε τίποτα παραπάνω. Εκείνη γύρισε στο ξενοδοχείο ξεσπώντας σε κλάματα στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να ελέγξει τώρα τα συναισθήματα της. Τον ήθελε ήταν δική του για πάντα και αυτό την έκανε να τρέμει να ταράζει όλο της το είναι.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

se allo skiniko, exw yparksei ayth h gynaika pou perigrafeis. san na milouses esu gia mena... an den to exeis zisei k apla to fantastikes, me entywsiazeis!
egw pantws akoma prospathw na antistathw sto na eimai diki toy

useme είπε...

Το εχω σκεφτει... Δε το εχω εκφρασει...