Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2006

Χαρτάκι

Δεν είναι ζωή αυτό πια… περισσότερο υποκρισία κατάντησε.. κάναμε τα πάντα μάθαμε πολλά και τώρα παίζουμε. Ποιος θα κάνει κάτι διαφορετικό ποιος θα μου δώσει κάτι διαφορετικό. Μάλλον κανένας… Μήπως όλα αυτά δεν είναι τόσο διαφορετικά τελικά? Μήπως είναι απλά τόσο κοινότυπα που δε θέλει κανείς πια να τα ζήσει? Τα ζητάς τα θες αλλά δε τα βρίσκεις.. μια αγκαλιά μια ζεστασιά κάτι.

Ένα σωρό σκέψεις ξεχείλιζαν από μέσα της. Άκουγε και αυτόν τον βλάκα να της μιλάει και έκανε πως γέλαγε για να μη τον προσβάλλει. Άλλη μια απόρριψη άλλος ένας χαζός που νόμιζε ότι κάτι διαφορετικό είχε. Και πόσο τον ήξερε? Μονό μερικές συζητήσεις από τηλέφωνο κανά μαιλ και ιστορίες για άγριους.

Έβλεπε το ποτήρι της συνεχώς να αδειάζει, ζήταγε λίγο ακόμα. Κόκκινο άσπρο ροζέ ότι να ναι. Δε την ενδιέφερε. Οι σκέψεις την κυρίευαν…. Άλλωστε το περίμενε, της την έπεφτε, είχε και αυτή λίγες ορέξεις, γιατί όχι? Τι καλύτερο? Πράγματα που κάποιες φορές τα σκεφτότανε και απορούσε πως τα έκανε. Δε μετάνιωνε απλά
Την έβαζαν σε σκέψεις όχι καλές.

Ξάφνου η συζήτηση σταμάτησε…δε τις μίλαγε πια την κοίταγε μόνο. Σκέφτηκε πως κάτι δεν πάει καλά πάνω της. Είναι αυτό το συναίσθημα του τι συμβαίνει? Σκέφτηκε δε θα είναι κάτι απλά δε θα έχει τίποτα άλλο να πει ο χαζός… άσε που ένιωθε τελείως λιώμα για να πει κάτι…

Άνοιξε τα μάτια της, γνωστό το μέρος. Σπίτι τις ακόμα πολύ ζαλισμένη μόλις είχε συνέρθει ελάχιστα… αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Της εξήγησε ότι λιποθύμησε και την έφερε σπίτι. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν γυμνή κάτω απόρριψη το σκέπασμα. Αυτός διπλά της να την προσέχει. Δεν ήξερε γιατί αλλά ένιωθε μια ασφάλεια γύρω του. Εκείνος της χάιδευε τα μαλλιά σα να την ήξερε χρόνια. Τώρα πια δε μίλαγε απλά της χάιδευε την περιποιόταν. Ανασηκώθηκε λιγάκι, αν και ζαλισμένη ακόμα, τον κοίταξε έντονα, ένιωθε να ερεθίζετε από το απαλό του χάδι. Τον φίλησε. Έκανε λίγο πίσω τον ξανακοίταξε… «χαχα… αυτό θέλετε όλοι, με ένα κλείσιμο του ματιού ένα κάτι ένα φίλησε και πέφτετε χαχαχαχα» Έπεσε στο κρεβάτι της γελώντας…. Την αγριοκοίταξε με ανάμεικτα συναισθήματα. Θυμωμένος αλλά και τη λυπόταν… χωρίς να πει τίποτα, σηκώθηκε να φύγει. «Που πας; Σε θίξαμε και πας να φύγεις;» Δε γύρισε καν να την κοιτάξει σα να μην υπήρχε πια, την είχε απλά διαγράψει άλλωστε έκανε ότι έπρεπε να κάνει.

Έβαλε το σακάκι του και έκανε να φύγει… εκείνη σηκώθηκε γυμνή «κοταααα κοτούλα… χαχαχαχα». Στάθηκε λίγο… Τα λόγια της συνέχισαν έγιναν προσβολές. Γύρισε απότομα την κοίταξε άγρια, την χαστούκισε με δύναμη τόσο που έπεσε στο κρεβάτι. Έπεσε γελώντας. «Τι θα γίνει θα μιλήσεις ρε?» η σιωπή του την πέθαινε. Ήθελε να τον κάνει να παίξει το παιχνίδι της αλλά συνεχώς έχανε. Μόνο με προκλήσεις τον γύρναγε λίγο πίσω. «Νόμιζες ότι θα γαμίσεις σήμερα ε??? χχαχαχαχαχα» Γύρισε… την κοίταξε.. κινήθηκε απότομα προς το μέρος της. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και τον κοίταγε. Άνοιξε το παντελόνι του έβγαλε το πέος του και της το βαλε με δύναμη στο στόμα. Έκπληκτη από την κίνηση του δεν ήξερε τη να κάνει, η μέθη της και η έκπληξη της δε την άφησαν να αντισταθεί. Έπιασε το κεφάλι της με το χέρι του και άρχισε να τη γάμοι στ στόμα. Πνιγότανε κάπως αλλά της άρεσε… δεν είχε πια το πάνω χέρι. Την τράβηξε και χαστουκίζοντας τη την πέταξε στο κρεβάτι. Την έπιασε από τη μέση και την γύρισε, την τράβηξε κοντά στο πέος του, χωρίς να την προετοιμάσει καθόλου μπήκε απότομα μέσα της. Πόνεσε, αλλά της άρεσε, όσο πιο βαθιά έμπαινε τόσο της άρεσε. Πόναγε και καύλωνε. Γέμιζε το μουνι της υγρά. Την κράταγε από τη μέση και λυσσομανούσε πάνω στο κορμί της που τρανταζόταν από τη δύναμη του. Την κτύπαγε στο κωλο με δύναμη, τόσο που είχε κατακοκκινίσει… Αυτός ο έντονος γλυκός πόνος την έκανε να θέλει να χύσει… δε πρόλαβε. Την έκοψε βγαίνοντας… Δε κατάλαβε τι είχε σκοπό να κάνει μέχρι που ένιωσε απότομα πάλι το πέος του στη πίσω της τρύπα… Σε άλλη περίπτωση θα είχε φωνάξει θα είχε ξενερώσει αλλά τώρα δε κρατιόταν, Μια κοφτή κραυγή βγήκε από μέσα της καθώς με δύναμη μπήκε ξανακοίταξε μέσα της από πίσω. Δεν ένιωθε παρά πολλά αλλά η αίσθηση ήταν μοναδική για εκείνη. Ένιωσε το χέρι του να πιάνει τη κλειτορίδα της και να την τρίβει με μανία…με το άλλο του χέρι έπιασε το μακρύ μαλλί της και το τράβηξε με δύναμη… Ένιωθε το πέος του να μπαίνει τόσο μέσα της που ήθελε να χύσει μόνο και στην ιδέα. Δεν άντεχε άλλο, Έτριβε τη κλειτορίδα της μαζί του. Έχωνε τα δάχτυλα της στο κόλπο της. Άρχισε να χύνει. Υγρά εκτοξεύονταν από το μουνι της, καυτά. Έχυνε και το απολάμβανε.

Σχεδόν σωριάστηκε στο τελείωμα της. Ήθελε να κλείσει τα μάτια της. Ένιωσε τα χέρια του να την αρπάζουν και να τη γυρνάνε. Την έσυρε στην άκρη του κρεβατιού και της έχωσε το πέος του ξανακοίταξε. Την είχε γυρισμένη τώρα με τα πόδια της ψιλά… Πήγε να ψελλίσει μια άρνηση αλλά το χέρι του στο λαιμό της την σταμάτησε. Δεν ήξερε τη ήταν αυτό που της συνέβαινε. Αλλόκοτο εντελώς. Μπορούσε να φωνάξει ότι την βίαζαν, αλλά δεν ήθελε, τον ήθελε όλο και πιο πολύ. Ένιωθε η ερωτική του σκλάβα.. έτοιμη να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία…καύλωνε συνέχεια… Ένιωθε τα χέρια του στο στήθος της να την πονάνε. Άνοιξε τα πόδια της και έπεσε σχεδόν πάνω της. Την δάγκωνε με δύναμη σαν να την έτρωγε πραγματικά. Τον αγκάλιασε. Άκουγε καθαρά τη βαριά αναπνοή του διπλά της. Τον άκουγε να αγκομαχεί τόσο που ερεθιζόταν συνέχεια. Ήθελε συνεχώς πιο πολύ. Τράβηξε τα μαλλιά της με δύναμη και μπήκε κι άλλο πιο βαθιά της έτσι όπως ήξερε να κάνει καλά. Μέσα από τα σωθικά της μια φωνή πόνου και ηδονής έφυγε δυνατά. Ένιωθε πάλι να τελειώνει. Ο οργασμός της την έφερνε σιγά σιγά σε ένα νέο παραλήρημα… Σφίχτηκε πάνω του, τόσο δυνατά που τα νύχια της μπήκαν βαθιά στη πλάτη του. Παρά τον πόνος που ένιωσε από τα νύχια της ερεθίστηκε κι άλλο δυνάμωσε τον ρυθμό του. Ήξερε πως θα την χύσει σε λίγο. Ο οργασμός της διαρκούσε, η μέθη της τον έκανε ακόμα πιο μεγάλο, πιο γλυκός πιο έντονος… σαν ένα όνειρο που έφτανε στο ανακουφιστικό του τέλος. Η φωνή της δυνατή και βαριά, το σώμα της σε συνεχής σπασμούς, ένα απότομος μεγάλος σπασμός και ηρεμία στο σώμα της, σωριάστηκε στην Άκρη του κρεβατιού. Όμως δεν είχαν τελειώσει, έμενε εκείνος. Μέσα της το ήξερε αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Την έπιασε και την γύρισε με το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού… η στάση ιδανική. Την πηρέ από το στόμα.. δεν άργησε πολύ. εκείνη ένιωθε να πνίγετε τα δάκρυα από το πνιγμό χαλούσαν τον μακιγιάζ της, λερώθηκε. Ένιωθε τα χύσια του λιγάκι να μπαίνουν μέσα της και αλλά να τρέχουν στο πρόσωπο της. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Στεκότανε εκεί ακίνητη. Δεν ήξερε πια αν το απολάμβανε η όχι. Ένιωθε μόνο να της αρέσει. Και αυτό της φαινόταν τόσο παράξενο. Δε το είχε ξαναζήσει…

Το φως του μεσημεριανού ήλιου την ξύπνησε. Κατάλαβε ότι είναι μόνη της. Στο τέλος όλοι φεύγουν σκέφτηκε… Γύρισε και είδε ένα χαρτάκι. Μάλλον το τηλέφωνο του… Το σκίσε και το πέταξε χωρίς να το δει.

Χαρτάκι: «Σε δυο ώρες επιστρέφω»

Δεν υπάρχουν σχόλια: