Δύο χρόνια μαθημάτων χορού συμπλήρωναν μαζί. Εκείνος είχε αποφασίσει τυχαία να ξεκινήσει μαθήματα αλλά δε πίστευε ποτέ ότι θα κολλήσει με τον χορό τόσο ώστε να συνεχίσει σε ιδιαίτερα. Στο μικρό χώρο της σχολής συναντιόντουσαν δύο φόρες τη βδομάδα αργά το βράδυ. Συνήθως στο τέλος του μαθήματος είχαν μείνει οι δυό τους και πολλές φορές έκλειναν τη σχολή οι ίδιοι. Κάποιες μέρες αντί για μάθημα συζητούσαν για διάφορα θέματα μεταξύ τους. Μια οικειότητα είχε πια αναπτυχθεί μεταξύ τους. Αυτό θα μπορούσε κανείς να το ξεχωρίσει και στο μάθημά τους. Φαινόταν στο βλέμμα τους και στο τρόπο που του δίδασκε τα βήματα και το ύφος. Θα λέγε κανείς ότι μερικές φορές παρασέρνονταν και οι δύο και χόρευα κανονικά αντί να γίνεται διδασκαλία.
Τη τελευταία φορά μάλιστα εκτός από τον εαυτό του έπιασε και εκείνη να δείχνει πως απολαμβάνει αρκετά την ώρα και το χορό μαζί του. Την είχε δει άλλωστε να διδάσκει και την έβλεπε και τώρα. Μάλιστα κάποια στιγμή την είδε να κλείνει και τα μάτια. Ξαφνιάστηκε, καθώς από την αρχή του άρεσε σαν γυναίκα. Του άρεσε το στύλ της το ύφος της, το παρουσιαστικό της. Δε θα περίμενε ποτέ μια δασκάλα να γοητευτεί από το μαθητή της. Ένα δυνατό ευχάριστο συναίσθημα τον είχε πλημμυρίσει τότε!
Σήμερα θα κάνανε τανγκο, το οποίο του άρεσε πάρα πολύ για το πάθος που του έβγαζε σαν ρυθμός, σα χορός. Όμως σήμερα τα πράγματα ήταν και λίγο διαφορετικά. Θα πρόσεχε ακόμα πιο πολύ εκείνη και τις κινήσεις της. Εκείνη έβαλε τη μουσική και άρχισαν ένα αργό ρυθμό να μπούν στο κλίμα και για ζέσταμα. Πάλι κολλητά ξεκίνησαν, πάλι αυτή τη στιγμή ήρθαν πιο κοντά από όσο έπρεπε για ένα μάθημα.
Προσπαθούσε το τελευταίο καιρό να συντονιστεί να συγκεντρωθεί, αλλά το μυαλό της δεν ακολουθούσε πραγματικά. Έλεγε διαρκώς το ρυθμό του χορού δυνατά περισσότερο για να συγκεντρωθεί η ίδια παρά για να ακολουθήσει εκείνος. Το παραστράτημά της ήταν πως της άρεσε σαν άντρας από τη πρώτη στιγμή, όμως δε κατάφερε ποτέ να τον απομυθοποιήσει και να τον έχει μόνο σα μαθητή. Είχε κάτι που την κόλλαγε πάνω του. Κάτι που δεν είχε συναντήσει μέχρι τώρα στους μαθητές της. Τώρα την οδηγούσε, την είχε του χεριού του στο χορό και δυσκολευόταν να του διδάξει οτιδήποτε. Νόμιζε ότι το έκρυβε καλά.
Είχαν μείνει ακόμα μια φορά μόνοι τους. Άθελα της, του το είπε μόλις μπήκε στην αίθουσα. «Οι δυο μας είμαστε, όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει.» Βρήκε τότε ευκαιρία εκείνος και χαμήλωσε το φώς. Τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό και της απάντησε ότι ήταν ευκαιρία και για ατμόσφαιρα στο μάθημα, άλλωστε είχε αρκετό φως για να βλέπει. Παρότι ήθελε να του πει να το δυναμώσει το φως πάλι για να φανεί ότι είναι αυστηρή και πως εδώ είναι για μάθημα, απλά του χαμογέλασε και ξεκίνησαν.
Το κομμάτι ήταν αργό με κορυφώσεις στο ρεφρέν του. Στο πρώτο ρεφρέν, στην πρώτη έντονη φιγούρα, την είδε πάλι που έκλεισε τα μάτια της. Σαν να της πήρε τον αέρα, σα να τη ζάλισε η κίνηση του. Την οδήγησε πονηρά εκεί που ήθελε, εκείνη περίμενε πάλι φιγούρα στο ρεφρέν του κομματιού. Δεν άντεξε, παρασύρθηκε από το ρυθμό από το κομμάτι. Πάνω στη κορύφωση την έφερε κολλητά πάνω του την κράτησε και την κόλλησε στον τοίχο της αίθουσας. Την ξάφνιασε, αλλά δε του αντιστάθηκε. Μέσα της τον ποθούσε εκείνη τη στιγμή. Τον ήθελε κάθε φορά που έμπαινε στην αίθουσα και τον έβλεπε. Κοίταξε βαθιά τα έντονα μάτια της που σπινθηροβολούσαν τώρα στο βλέμμα του. Αυθόρμητα σα να είχε τελειώσει ο χορός είχε τυλίξει το ένα της πόδι γύρο του. Τον ένιωθε πάνω της πόσο την ήθελε αυτή τη στιγμή. Πλησίασε τα χείλη του στα δικά της παίρνοντας με όλο του το πάθος το πρώτο της φιλί. Γεύτηκε τα λαμπερά της χείλι σαν το πιο ποθητό γλυκό. Δε χρειάστηκε να μιλήσουν, δε χρειάστηκε να πουν τίποτα. Είχαν ειπωθεί όλα μέχρι τότε. Έμενε να μιλήσει μόνο το πάθος τους και ο αμοιβαίος πόθος τους. Το χέρι του χάιδεψε το λαιμό της, κατέβηκε στον ώμο της, πέρασε αργά από το πλευρό της και επιτέθηκε στο γλουτό της. Στο επιθετικό του άγγιγμα, έκλεισε τα μάτια της να απολαύει ακόμα πιο έντονα τη στιγμή. Γλίστρησαν τα δάχτυλα του ανάμεσα στα πόδια της. Έπιασε το καλσόν την και με δύναμη έσκισε ένα κομμάτι του. Πέρασε το χέρι του μέσα της και σύντομα έσπρωξε στο πλάι το εσώρουχο της. Η ευαίσθητη περιοχή της, ήταν στα δάχτυλα του. Τον κρατούσε σφιχτά πάνω της. Ήταν ήδη απίστευτα υγρή, όπως κάθε φορά που χόρευαν. Χόρευαν τόσο κοντά που η τριβή εκεί χαμηλά ήταν αναπόφευκτη. Και ποιος θα αντισταθεί σε μια τέτοια ηδονή. Εκείνη έβαλε πονηρά το χέρι της στο παντελόνι του, άνοιξε τη ζώνη του, το ξεκούμπωσε. Το παιχνίδι του, το άγγιγμα του, την αποσυντόνιζε και σταματούσε, όμως με μια αποφασιστική κίνηση, πέρασε το χέρι της μέσα από το εσώρουχο του και κράτησε το ερεθισμένο του πέος με δύναμη στη παλάμη της. Τον τράβηξε κοντά της, τον ποθούσε τον ήθελε τώρα. Μπήκε μέσα της γλιστρώντας εύκολα, ήδη υγρή και ερεθισμένη σχεδόν τελείωνε. Η κίνηση τους χορευτική, ερεθιστική, γεμάτη πάθος. Ένα πάθος που περίμενε καιρό να εκδηλωθεί, τώρα έκανε την έκρηξη του μέσα τους. Κινιόταν μέσα της μια αργά μια γρήγορα, σα να ακλουθούσε τα βήματα του χορού τους. Τη φιλούσε και τη δάγκωνε με τόσο πάθος που σύντομα την ένιωσε να εκρήγνυται πάνω του. Βαθιές καυτές ανάσες βγήκαν από μέσα της, με μια φωνή τόσο ερεθιστική, τόσο που τον έκανε να ανάψει πιο πολύ και πάνω στον οργασμό της να ανεβάσει τόσο την ένταση που δεύτερη φορά εκείνη τελείωσε. Τον σταμάτησε. Ένιωσε το κορμί της να θέλει να σταματήσει. Έμειναν κολλημένοι για λίγο. Τον ένιωθε μέσα της σκληρό ανυπόμονο να πάρει τη σειρά του. Τον έσπρωξε πίσω λιγάκι. Και κατέβηκε χαμηλά του. Τον έφερε στο καυτό της στόμα και μέσα της τον πήρε έντονα. Εκείνος, ακούμπησε με τα χέρια του στο τοίχο. Ο τρόπος της μοναδικός, δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά τον τάραζε, τον έκανε να τελειώσει όσο έντονα δεν είχε τελειώσει ποτέ του.
Γύρισε καθ κάθισε δίπλα της. Έγειρε το κεφάλι της πάνω του και απόλαυσε τα χάδια του για λίγο. Η ώρα να φύγουν είχε έρθει.
Ένα μάθημα τελείωσε, αλλά μια σειρά άλλων είχε αρχίσει πολύ έντονα!
Ερωτικές ιστοριες, φανταστικές ή και αληθινές, χιουμοριστικές και ερεθιστικές, ανορθόγραφες
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008
Γράμμα;
«Σε έχω ερωτευτεί! Ορίστε το είπα επιτέλους. Δε τολμούσα τόσο καιρό η απλά δε το ένιωθα πραγματικά. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει αλλά νιώθω την ανάγκη να στο πω. Να στο δείξω, να σε κάνω να το καταλάβεις να το νιώσεις μέσα σου. Σε σκέφτομαι. Σε σκέφτομαι από τη πρώτη στιγμή που σε είδα που μιλήσαμε. Η φωνή σου, το βλέμμα σου με μαγέψανε, έστειλαν τη ψυχή μου σε άλλο μέρος έξω από τον εαυτό μου. Ίσως αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα να μη σε ερωτευόμουν τόσο παρουσία των ονείρων μου.
Διαβάζω τη παράγραφό μου και μου φαίνετε μικρή, μακάρι όμως να ήξερες πόσα συναισθήματα κλείνω μέσα της. Πόσα ακόμα θα ήθελα να σου πω αλλά κολλάει το μυαλό μου. Η σκέψη μου γυρνά διαρκώς στις λίγες καθημερινές στιγμές που ζούμε και απολαμβάνουμε μαζί. Πραγματικά νιώθω να χάνομαι δίπλα σου, κάθε φορά που τα έντονα σου μάτια με κοιτάζουν.
Θυμάμαι τότε που μεθυσμένη μου είχες πεί πόσο ερωτευμένη είσαι μαζί μου, πόσο με θαυμάζεις. Να ξέρες μόνο πόσο στο ανταποδίδω κάθε ώρα που είμαι μακριά σου, κάθε στιγμή κοντά σου. Νιώθω ότι μου λείπεις διαρκώς ότι χωρίς εσένα δεν υπάρχω. Μου δίνεις δύναμη να κερδίσω το κόσμο. Και τι είναι ο κόσμος; Τίποτα μπροστά στον έρωτα σου, τίποτα όταν σε έχω δίπλα μου. Είσαι ο κόσμος ο δικός μου. Όσα έχω χτίσει όσα έχω επενδύσει.
Σου καταθέτω τη ψυχή μου, το κορμί μου, τη ζωή μου την ίδια. Τα αξίζεις να τα πάρεις να τα κάνεις άνω κάτω ή να τα βιώσεις στο έπακρο.
Θυμάμαι στιγμές που περνάμε μαζί, θυμάμαι στιγμές πάθους και έρωτα. Αυτό το πάθος σου πόσο με ταράζει, πόσο με κατακτά κάθε φορά που το βιώνω. Όπως προχτές που πάλι ήμασταν μαζί και γευόμασταν ο ένας το κορμί του άλλου. Που πάλι γίναμε ένα τόσο παθιασμένα τόσο άγρια τόσο μπερδεμένα. Στη γλώσσα μου ακόμα γυρνάει η γεύση του φιλιού σου, η γεύση του κορμιού σου, των χυμών σου. Φέρνω στο μυαλό μου όλες τις στιγμές που ζήσαμε. Πως με δίψα σε έφερα κοντά μου, δάγκωσα τα τρυφερά κατακόκκινα χείλι σου. Θυμάμαι και το ζω σαν τώρα. Να, με νιώθεις; Πάλι φιλώ το λαιμό σου και τα χέρια μου χαϊδεύουν τα μαλλιά σου. Σε ξαπλώνω πάλι στο πάτωμα με το φώς αμέτρητων κεριών να ανακλούν στο υπέροχο κορμί σου. Το κόκκινο του χαλιού να σου δίνει μια άλλη χροιά, μια ακόμα πιο σαγηνευτική μορφή. Ναι σε θέλω τώρα, σε ποθώ έντονα, άγρια με όλο μου το είναι. Θέλω πάλι να σε νιώσω, να γευτώ πάλι το λαιμό σου, να δαγκώσω απαλά τα στήθη σου και να παίξω με τις κερασένιες ρόγες σου. Αργά πάλι να φιλήσω την κοιλία σου, να γαργαλίσω τον αφαλό σου να σε ακούσω να χαμογελάς.
Μια ιεροτελεστία να τελέσω πάνω στο θεσπέσιο κορμί σου. Θέλω να με θέλεις να με ποθείς. Να με ζητάς, να πονάς και να μη σου δίνομαι. Γελώντας πονηρά θα σου απαγορεύω να κάνεις ότι θες. Γιατί ξέρω, σε βλέπω, θες να έχεις το πάνω χέρι. Αλλά δε θα σου περάσει, όχι αυτή τη φορά είναι δικός μου ο ρόλος. Εσύ θα απολαύσεις και θα είσαι το έρμαιό μου. Θα κατέβω χαμηλά εκεί που πονάς που τρέμεις, εκεί που θέλεις να σε ακουμπήσω πιο πολύ. Γύρω γύρω θα σε βασανίσω με αμέτρητα φιλία και από τους χυμούς σου δε θα πιώ ακόμα. Ίσα που θα σε ακουμπώ λιγάκι, ελάχιστα. Ξέρω τα χέρια σου θα με σπρώχνουν να σε ρουφήξω να νιώσουν το στόμα μου, τη γλώσσα μου να σε χαϊδεύει με πάθος και ένταση. Όμως όχι…βιάζεσαι πολύ και θέλω να βασανίζεσαι, θέλω να εκνευριστείς ναι να φουντώσεις πριν νιώσεις το άγγιγμα μου καυτό πάνω στην ευαίσθητη σου σάρκα. Τότε μόνο θα σε αγγίξω τότε θα ακούσω μέσα από το κορμί σου να βγαίνουν οι αναστεναγμοί σου. Πόσο θα αντέξεις για κάτι παραπάνω αναρωτίεμε και παίζω μαζί σου. Παίζω με το θέλω σου με το πάθος σου. Σκέφτομαι ότι δε μπορώ να δω τα μάτια σου τώρα. Μόνο με την αφή μου, την ακοή μου, τη γεύση μου μπορώ να καταλάβω πως νιώθεις και τι αισθάνεσαι. Θα φτάσεις να μου λες ότι κοντεύεις ότι με θες μέσα σου βαθιά. Και θα σε ταλαιπωρήσω λίγο ακόμα. Αρκετά όμως για να αισθανθώ σε λίγο το σώμα σου να σπάει από τα τραντάγματα του οργασμού. Τότε θα ανέβω και απότομα θα μπω μέσα σου. Με όλο μου το είναι θα διεκδικήσω το κορμί σου να κολλήσει στο δικό μου. Θα γλιστρήσω εύκολα μέσα σου. Η φωνή σου θα βγαίνει πάλι βαθιά μέσα από τα στήθη σου καθώς θα τελειώνεις δυνατά καθώς θα νιώθω να με σφίγγεις μέσα σου με όση δύναμη σου έχει απομείνει. Τότε θα κοιτώ τα μάτια σου και έρωτα θα κάνω με τη ψυχή σου, το μυαλό σου, το κορμί σου, με όλο σου το είναι.
Δεν αντέχω θέλω να έρθω να σε βρω. Ο έρωτας αναβλύζει από τη καρδία μου. Οι σκέψεις μου με στοιχειώνουν και θέλω να έρθω να σε βρω.
Θα έρθω να σε βρω…»
Διαβάζω τη παράγραφό μου και μου φαίνετε μικρή, μακάρι όμως να ήξερες πόσα συναισθήματα κλείνω μέσα της. Πόσα ακόμα θα ήθελα να σου πω αλλά κολλάει το μυαλό μου. Η σκέψη μου γυρνά διαρκώς στις λίγες καθημερινές στιγμές που ζούμε και απολαμβάνουμε μαζί. Πραγματικά νιώθω να χάνομαι δίπλα σου, κάθε φορά που τα έντονα σου μάτια με κοιτάζουν.
Θυμάμαι τότε που μεθυσμένη μου είχες πεί πόσο ερωτευμένη είσαι μαζί μου, πόσο με θαυμάζεις. Να ξέρες μόνο πόσο στο ανταποδίδω κάθε ώρα που είμαι μακριά σου, κάθε στιγμή κοντά σου. Νιώθω ότι μου λείπεις διαρκώς ότι χωρίς εσένα δεν υπάρχω. Μου δίνεις δύναμη να κερδίσω το κόσμο. Και τι είναι ο κόσμος; Τίποτα μπροστά στον έρωτα σου, τίποτα όταν σε έχω δίπλα μου. Είσαι ο κόσμος ο δικός μου. Όσα έχω χτίσει όσα έχω επενδύσει.
Σου καταθέτω τη ψυχή μου, το κορμί μου, τη ζωή μου την ίδια. Τα αξίζεις να τα πάρεις να τα κάνεις άνω κάτω ή να τα βιώσεις στο έπακρο.
Θυμάμαι στιγμές που περνάμε μαζί, θυμάμαι στιγμές πάθους και έρωτα. Αυτό το πάθος σου πόσο με ταράζει, πόσο με κατακτά κάθε φορά που το βιώνω. Όπως προχτές που πάλι ήμασταν μαζί και γευόμασταν ο ένας το κορμί του άλλου. Που πάλι γίναμε ένα τόσο παθιασμένα τόσο άγρια τόσο μπερδεμένα. Στη γλώσσα μου ακόμα γυρνάει η γεύση του φιλιού σου, η γεύση του κορμιού σου, των χυμών σου. Φέρνω στο μυαλό μου όλες τις στιγμές που ζήσαμε. Πως με δίψα σε έφερα κοντά μου, δάγκωσα τα τρυφερά κατακόκκινα χείλι σου. Θυμάμαι και το ζω σαν τώρα. Να, με νιώθεις; Πάλι φιλώ το λαιμό σου και τα χέρια μου χαϊδεύουν τα μαλλιά σου. Σε ξαπλώνω πάλι στο πάτωμα με το φώς αμέτρητων κεριών να ανακλούν στο υπέροχο κορμί σου. Το κόκκινο του χαλιού να σου δίνει μια άλλη χροιά, μια ακόμα πιο σαγηνευτική μορφή. Ναι σε θέλω τώρα, σε ποθώ έντονα, άγρια με όλο μου το είναι. Θέλω πάλι να σε νιώσω, να γευτώ πάλι το λαιμό σου, να δαγκώσω απαλά τα στήθη σου και να παίξω με τις κερασένιες ρόγες σου. Αργά πάλι να φιλήσω την κοιλία σου, να γαργαλίσω τον αφαλό σου να σε ακούσω να χαμογελάς.
Μια ιεροτελεστία να τελέσω πάνω στο θεσπέσιο κορμί σου. Θέλω να με θέλεις να με ποθείς. Να με ζητάς, να πονάς και να μη σου δίνομαι. Γελώντας πονηρά θα σου απαγορεύω να κάνεις ότι θες. Γιατί ξέρω, σε βλέπω, θες να έχεις το πάνω χέρι. Αλλά δε θα σου περάσει, όχι αυτή τη φορά είναι δικός μου ο ρόλος. Εσύ θα απολαύσεις και θα είσαι το έρμαιό μου. Θα κατέβω χαμηλά εκεί που πονάς που τρέμεις, εκεί που θέλεις να σε ακουμπήσω πιο πολύ. Γύρω γύρω θα σε βασανίσω με αμέτρητα φιλία και από τους χυμούς σου δε θα πιώ ακόμα. Ίσα που θα σε ακουμπώ λιγάκι, ελάχιστα. Ξέρω τα χέρια σου θα με σπρώχνουν να σε ρουφήξω να νιώσουν το στόμα μου, τη γλώσσα μου να σε χαϊδεύει με πάθος και ένταση. Όμως όχι…βιάζεσαι πολύ και θέλω να βασανίζεσαι, θέλω να εκνευριστείς ναι να φουντώσεις πριν νιώσεις το άγγιγμα μου καυτό πάνω στην ευαίσθητη σου σάρκα. Τότε μόνο θα σε αγγίξω τότε θα ακούσω μέσα από το κορμί σου να βγαίνουν οι αναστεναγμοί σου. Πόσο θα αντέξεις για κάτι παραπάνω αναρωτίεμε και παίζω μαζί σου. Παίζω με το θέλω σου με το πάθος σου. Σκέφτομαι ότι δε μπορώ να δω τα μάτια σου τώρα. Μόνο με την αφή μου, την ακοή μου, τη γεύση μου μπορώ να καταλάβω πως νιώθεις και τι αισθάνεσαι. Θα φτάσεις να μου λες ότι κοντεύεις ότι με θες μέσα σου βαθιά. Και θα σε ταλαιπωρήσω λίγο ακόμα. Αρκετά όμως για να αισθανθώ σε λίγο το σώμα σου να σπάει από τα τραντάγματα του οργασμού. Τότε θα ανέβω και απότομα θα μπω μέσα σου. Με όλο μου το είναι θα διεκδικήσω το κορμί σου να κολλήσει στο δικό μου. Θα γλιστρήσω εύκολα μέσα σου. Η φωνή σου θα βγαίνει πάλι βαθιά μέσα από τα στήθη σου καθώς θα τελειώνεις δυνατά καθώς θα νιώθω να με σφίγγεις μέσα σου με όση δύναμη σου έχει απομείνει. Τότε θα κοιτώ τα μάτια σου και έρωτα θα κάνω με τη ψυχή σου, το μυαλό σου, το κορμί σου, με όλο σου το είναι.
Δεν αντέχω θέλω να έρθω να σε βρω. Ο έρωτας αναβλύζει από τη καρδία μου. Οι σκέψεις μου με στοιχειώνουν και θέλω να έρθω να σε βρω.
Θα έρθω να σε βρω…»
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008
Τέλος
“Φυγεεεεεεεεεε….» Ούρλιαξε κλαμένη μπροστά του. «Φυγεεεεε δε μπορώ άλλο άσε με ήσυχη.» Εκεί που μπήκε σπίτι του νευριασμένη αποφασισμένη για όλα. Τώρα ο κόσμος της γκρεμισμένος στεκόταν μπροστά του. Μπορεί και όχι γκρεμισμένος αντίθετα πολύ πολύ γερά κτισμένος τόσο που να μη μπορεί να πέσει για τίποτα. «Δε μπορώ άλλο δεν αντέχω δεν γίνετε αυτό που συμβαίνει δε με καταλαβαίνεις; Θέλω να τελειώσουμε να μην υπάρχουμε να μην υπάρχεις να μην σε σκέπτομαι πια καθόλου. Πονώ, πονώ ολόκληρη, καταλαβαίνεις, πονάει η ψυχή μου, το σώμα μου, νιώθω τη καρδιά μου να σταματά να μη μπορεί να χτυπήσει. Χάνομαι.» Την κοιτούσε άναυδος, ήξερε πολύ καλά για τι του έλεγε.. το είχαν ξανασυζητήσει.
«Χάνομαι δε μπορώ, χάνω τον εαυτό μου μαζί σου, δεν υπάρχω δε ζω πια, δεν έχω τίποτα.
Είμαι έξω και σκέπτομαι εσένα.
Είμαι με παρέα και πάλι σε σένα είναι το μυαλό μου.
Τρελαίνομαι δεν αντέχω. Δεν ακούω τι λένε οι άλλοι γύρω μου. Σκέπτομαι μόνο που είσαι, τι κάνεις και πως, σκέπτομαι λεπτομέρειες και σκηνικά, ζηλεύω και παρασέρνομαι σε σκέψεις που με πληγώνουν, ακόμα και αν δεν ισχύουν.» Τα μάτια της κοκκίνιζαν σιγά σιγά, όμως για μια στιγμή έλαμψε σα να της ήρθε ο θύμος πάλι.
«Δε φτάνει όμως αυτό, μετά το μυαλό μου γέρνει στον ερώτα μας στον ερώτα σου σε θέλω διαρκώς, παθιασμένα, δυνατά, βίαια, θέλω να με κάνεις ότι καλύτερο και ότι χειρότερο. Να όπως χτες βράδυ που είχαν βγει με τα παιδιά. Πήγαμε για φαγητό. Όλοι απολαυσαν την παρέα το φαί, το μυαλό μου ήταν σε σένα. Σκεπτόμουν πόσο θα ήθελα να ήσουν κάπου εκεί να βρεθούμε σε κάποιο σημείο κρυφό να με πάρεις δυνατά να μπεις μέσα μου να με τελειώσεις. Δεν άκουγα τι μου έλεγαν. Τόσο που με κορόιδευαν. Σκεπτόμουν να δαγκώνεις το κορμί μου να με κάνεις να τρέμω να πονώ να αναστενάζω ολόκληρη και πιο δυνατά ολόκληρη και πιο έντονα. Είχαν σκύψει και έτρωγα μήπως και σταματήσω να σε σκέπτομαι μη και δουν το βλέμμα μου που με προδίδει όταν σκέπτομαι να είσαι μέσα μου.»
Έκανε μια παύση, περπατούσε μπροστά του νευρική όσο του μιλούσε, προσπάθησε να απαντήσει αλλά δε τον άφηνε. Όσο μίλαγε τόσο χειρότερα γίνονταν. Τα δάκρυα της άρχιζαν να τρέχουν ολόκληρη και πιο πολύ.
«Σε παρακαλώ άφησε με» του φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς πέφτοντας γονατιστή στο πάτωμα και ουρλιάζοντας σε αυτόν.
«Φύγε από τη ζωή μου θέλω να χωρίσουμε! Δε θέλω να είμαστε πια ένα! Με βασανίζεις η σκέψη σου όσο με κάνει να τρελαίνομαι και να λιώνω άλλο τόσο με καταστρέφει. Καταστρέφομαι κοντά σου. Δεν είμαι εγώ πια δεν είμαι εκείνη που αγάπησες που ήθελες. Όσο και να με αγαπάς τώρα. Αυτό πρέπει να τελειώσεις. Καταλαβαίνεις τον πόνο που με σκίζει που με καταστρέφει. Πονάει η ψυχή μου ρε αιμορραγώ ρε. Σε σκέπτομαι και αιμορραγώ πεθαίνω νιώθω το αίμα μου να μην κυλά πια δεν έχω όρεξη για τίποτα. Τσακωνόμαστε και κλαίω ώρες ασταμάτητα για το τίποτα. Δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Έχω εξάρτηση και δεν αντέχω άλλο.»
«Να δες εδώ κοίτα» Του φώναξε σηκώνοντας τα μανίκια της. «βλέπεις τα σημάδια. Έχω παρανοήσει θέλω να πεθάνω. Ξέρεις γιατί σταμάτησα ξέρεις; Γιατί δε πονούσα. Δεν ένιωθα πόνο. Στο μυαλό μου ήσουν εσύ και δεν ένιωθα τον πόνο από το γυαλί να με κόβει. Δε φοβήθηκα το θάνατο και φοβήθηκα εσένα. Αυτή η σχέση πρέπει να τελειώσεις. Δεν είναι σχέση είναι ψύχωση είναι αρρώστια δε μπορώ άλλο»
Τα δάκρυα της έλουζαν το πρόσωπο της χάλασαν το μακιγιάζ της που είχε γιατί νόμιζε ότι θα κρατηθεί. Ήθελε να πάει με αξιοπρέπεια να του πει ότι τελειώνουν. Αλλά δε τα κατάφερε. Δεν μπορούσε άλλωστε να κρατηθεί. Τα δάκρυα λέρωσαν το πουκάμισο της αλλά δε την ένοιαζε καθόλου πια δεν την ένοιαζε τίποτα. Μόνο να τελειώσεις.
«Άσε με να φύγω. Μη με κυνηγάς, αν με έχεις αγαπήσει αν με καταλαβαίνεις κάνεις αυτό που σου λέω. Μη με καταστρέφεις άλλο. Δεν αντέχω. Κράτα αυτό που είχαμε ή διέγραψε το αν μπορείς, εγώ θα το σβήσω όσο καλύτερα μπορώ γιατί με πονάει με βασανίζει. Δεν είναι όπως πριν πέντε χρόνια που ήμασταν απλά ερωτευμένοι που επικοινωνούσαμε με λόγια μόνο κάναμε πλάκα. Δεν περνάμε πια καλά. Ο έρωτας μας, μας κατατρώει. Βλέπω και σένα πόσο μαραζώνεις δεν είσαι ο ίδιος πια, δεν είσαι αυτός που αγάπησα. Είσαι άλλος ένα κόλλημα μια παραίσθηση πια.»
«Άσε με να πάω αλλού να βρω κάτι άλλο κάτι μέτριο κάτι λίγο. Μου πήρες και σου πήρα τα πάντα και ακόμη περισσότερα και δε μας βγήκε σε καλό. Δε θα απόλαυση ποτέ τη ζωή το ίδιο ξανασυζητήσει το ξέρεις δε θα είναι ποτέ ο κόσμος ο ίδιος μακριά σου αλλά δεν αντέχω άλλο. Μαζί σου η θα με αφήσει η καρδιά μου η θα αυτοκτονήσω. Πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω σιγά σιγά μέρα με τη μέρα.»
«Μη με κυνηγήσεις σε παρακαλώ άσε με… γιατί ξέρω πως δε θα αντισταθώ ξέρω πως θα γυρίσω σε μια ελπίδα να μην υπάρχεις η εξάρτηση. Όμως θα είναι αυταπάτη και σύντομα πάλι θα 'μαι εδώ στα πόδια σου να σε παρακαλώ να χωρίσουμε. Όσο και αν πονάει όσο και αν αυτό σημαίνει πως σκοτώνω το είναι μου. Θα φτιάξω άλλο. Μισός θάνατος θα είναι αλλά καλύτερα από τη ζωή μου τώρα.»
Η μονή αντίδραση του ήταν το κλάμα του. Ήξερε πως όσα έλεγε τα ένιωθε και εκείνος ήξερε ότι έπρεπε να τελειώσεις. Σκούπισε τα μάτια του, την κοίταξε, μπήκε μέσα της για μια τελευταία φορά κινάνε ερώτα απλά με ένα κοίταγμα. Γύρισε το βλήμα του αλλού…
«Να ξέρεις… δε μπορώ… φύγε τώρα…»
«Χάνομαι δε μπορώ, χάνω τον εαυτό μου μαζί σου, δεν υπάρχω δε ζω πια, δεν έχω τίποτα.
Είμαι έξω και σκέπτομαι εσένα.
Είμαι με παρέα και πάλι σε σένα είναι το μυαλό μου.
Τρελαίνομαι δεν αντέχω. Δεν ακούω τι λένε οι άλλοι γύρω μου. Σκέπτομαι μόνο που είσαι, τι κάνεις και πως, σκέπτομαι λεπτομέρειες και σκηνικά, ζηλεύω και παρασέρνομαι σε σκέψεις που με πληγώνουν, ακόμα και αν δεν ισχύουν.» Τα μάτια της κοκκίνιζαν σιγά σιγά, όμως για μια στιγμή έλαμψε σα να της ήρθε ο θύμος πάλι.
«Δε φτάνει όμως αυτό, μετά το μυαλό μου γέρνει στον ερώτα μας στον ερώτα σου σε θέλω διαρκώς, παθιασμένα, δυνατά, βίαια, θέλω να με κάνεις ότι καλύτερο και ότι χειρότερο. Να όπως χτες βράδυ που είχαν βγει με τα παιδιά. Πήγαμε για φαγητό. Όλοι απολαυσαν την παρέα το φαί, το μυαλό μου ήταν σε σένα. Σκεπτόμουν πόσο θα ήθελα να ήσουν κάπου εκεί να βρεθούμε σε κάποιο σημείο κρυφό να με πάρεις δυνατά να μπεις μέσα μου να με τελειώσεις. Δεν άκουγα τι μου έλεγαν. Τόσο που με κορόιδευαν. Σκεπτόμουν να δαγκώνεις το κορμί μου να με κάνεις να τρέμω να πονώ να αναστενάζω ολόκληρη και πιο δυνατά ολόκληρη και πιο έντονα. Είχαν σκύψει και έτρωγα μήπως και σταματήσω να σε σκέπτομαι μη και δουν το βλέμμα μου που με προδίδει όταν σκέπτομαι να είσαι μέσα μου.»
Έκανε μια παύση, περπατούσε μπροστά του νευρική όσο του μιλούσε, προσπάθησε να απαντήσει αλλά δε τον άφηνε. Όσο μίλαγε τόσο χειρότερα γίνονταν. Τα δάκρυα της άρχιζαν να τρέχουν ολόκληρη και πιο πολύ.
«Σε παρακαλώ άφησε με» του φώναξε ξεσπώντας σε λυγμούς πέφτοντας γονατιστή στο πάτωμα και ουρλιάζοντας σε αυτόν.
«Φύγε από τη ζωή μου θέλω να χωρίσουμε! Δε θέλω να είμαστε πια ένα! Με βασανίζεις η σκέψη σου όσο με κάνει να τρελαίνομαι και να λιώνω άλλο τόσο με καταστρέφει. Καταστρέφομαι κοντά σου. Δεν είμαι εγώ πια δεν είμαι εκείνη που αγάπησες που ήθελες. Όσο και να με αγαπάς τώρα. Αυτό πρέπει να τελειώσεις. Καταλαβαίνεις τον πόνο που με σκίζει που με καταστρέφει. Πονάει η ψυχή μου ρε αιμορραγώ ρε. Σε σκέπτομαι και αιμορραγώ πεθαίνω νιώθω το αίμα μου να μην κυλά πια δεν έχω όρεξη για τίποτα. Τσακωνόμαστε και κλαίω ώρες ασταμάτητα για το τίποτα. Δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Έχω εξάρτηση και δεν αντέχω άλλο.»
«Να δες εδώ κοίτα» Του φώναξε σηκώνοντας τα μανίκια της. «βλέπεις τα σημάδια. Έχω παρανοήσει θέλω να πεθάνω. Ξέρεις γιατί σταμάτησα ξέρεις; Γιατί δε πονούσα. Δεν ένιωθα πόνο. Στο μυαλό μου ήσουν εσύ και δεν ένιωθα τον πόνο από το γυαλί να με κόβει. Δε φοβήθηκα το θάνατο και φοβήθηκα εσένα. Αυτή η σχέση πρέπει να τελειώσεις. Δεν είναι σχέση είναι ψύχωση είναι αρρώστια δε μπορώ άλλο»
Τα δάκρυα της έλουζαν το πρόσωπο της χάλασαν το μακιγιάζ της που είχε γιατί νόμιζε ότι θα κρατηθεί. Ήθελε να πάει με αξιοπρέπεια να του πει ότι τελειώνουν. Αλλά δε τα κατάφερε. Δεν μπορούσε άλλωστε να κρατηθεί. Τα δάκρυα λέρωσαν το πουκάμισο της αλλά δε την ένοιαζε καθόλου πια δεν την ένοιαζε τίποτα. Μόνο να τελειώσεις.
«Άσε με να φύγω. Μη με κυνηγάς, αν με έχεις αγαπήσει αν με καταλαβαίνεις κάνεις αυτό που σου λέω. Μη με καταστρέφεις άλλο. Δεν αντέχω. Κράτα αυτό που είχαμε ή διέγραψε το αν μπορείς, εγώ θα το σβήσω όσο καλύτερα μπορώ γιατί με πονάει με βασανίζει. Δεν είναι όπως πριν πέντε χρόνια που ήμασταν απλά ερωτευμένοι που επικοινωνούσαμε με λόγια μόνο κάναμε πλάκα. Δεν περνάμε πια καλά. Ο έρωτας μας, μας κατατρώει. Βλέπω και σένα πόσο μαραζώνεις δεν είσαι ο ίδιος πια, δεν είσαι αυτός που αγάπησα. Είσαι άλλος ένα κόλλημα μια παραίσθηση πια.»
«Άσε με να πάω αλλού να βρω κάτι άλλο κάτι μέτριο κάτι λίγο. Μου πήρες και σου πήρα τα πάντα και ακόμη περισσότερα και δε μας βγήκε σε καλό. Δε θα απόλαυση ποτέ τη ζωή το ίδιο ξανασυζητήσει το ξέρεις δε θα είναι ποτέ ο κόσμος ο ίδιος μακριά σου αλλά δεν αντέχω άλλο. Μαζί σου η θα με αφήσει η καρδιά μου η θα αυτοκτονήσω. Πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω σιγά σιγά μέρα με τη μέρα.»
«Μη με κυνηγήσεις σε παρακαλώ άσε με… γιατί ξέρω πως δε θα αντισταθώ ξέρω πως θα γυρίσω σε μια ελπίδα να μην υπάρχεις η εξάρτηση. Όμως θα είναι αυταπάτη και σύντομα πάλι θα 'μαι εδώ στα πόδια σου να σε παρακαλώ να χωρίσουμε. Όσο και αν πονάει όσο και αν αυτό σημαίνει πως σκοτώνω το είναι μου. Θα φτιάξω άλλο. Μισός θάνατος θα είναι αλλά καλύτερα από τη ζωή μου τώρα.»
Η μονή αντίδραση του ήταν το κλάμα του. Ήξερε πως όσα έλεγε τα ένιωθε και εκείνος ήξερε ότι έπρεπε να τελειώσεις. Σκούπισε τα μάτια του, την κοίταξε, μπήκε μέσα της για μια τελευταία φορά κινάνε ερώτα απλά με ένα κοίταγμα. Γύρισε το βλήμα του αλλού…
«Να ξέρεις… δε μπορώ… φύγε τώρα…»
Απόσταση
«Έλα τι κάνεις; Πως είσαι;» η σταθερή του ίσως και μονότονη κουβέντα για να αρχίσει το τηλεφώνημα. Ήταν ο τρόπος του να δείχνει το ενδιαφέρον του για εκείνη. Ήθελε να μάθει τα πάντα της. Ικανός να την ακούει για ώρα να του μιλάει στο τηλέφωνο. «Δύσκολη μέρα σήμερα» του παραπονέθηκε, «Κόσμος στη δουλειά, μετά κάτι τρεξίματα από δω από εκείνη..» Συνέχισε να του λέει για την μέρα της. Του είπε πόσο χρειάζονταν ξεκούραση, κάτι να τη χαλάρωση από όλο αυτό το στρες.
Δεν πήγαινε καιρός που είχαν γνωριστεί, και η επικοινωνία τους βασιζόταν κυρίως στο τηλέφωνο. Εκείνη συνήθως απέφευγε να εκφράσει έτσι τα συναισθήματα της για εκείνον. Το είχε κάνει ελάχιστες φορές αλλά τουλάχιστον ήταν αρκετά έντονη και γλαφυρή. Αυτό του έδινε την αφορμή να συνεχίσει να την κυνηγάει.
«Είναι και αυτή η απόσταση μεταξύ μας που με κουράζει, χρειάζεσαι τόσες ώρες για να έρθεις εδώ, και δε θα σαι εδώ αν σε χρειάζομαι» του είπε κάποια στιγμή. Εκείνος έκανε μια μικρή παύση, «Με χρειάζεσαι τώρα;» τη ρώτησε, ήξερε πως καθαρή απάντηση πιθανόν να μην πάρει άλλα πάντα την προκαλούσε. «Θα ήθελα να ήσουν εδώ ναι», μια απάντηση που τον ξάφνιασε λιγάκι.
-Σκέψου απλά ότι είμαι
-Ωραία σκέψη αλλά…
-Ακούει μόνο.. Σκέψου ότι είμαι εκείνη, σε έχω στην αγκαλιά μου, χαϊδεύω τα χέρια σου το πρόσωπο σου, τα μαλλιά σου. Χαλάρωσε, και άσε όλη σου την κούραση να χαθεί να την πάρω από μέσα σου να την εξαφανίσω.
Ίσως να ήταν η δύσκολη μέρα αλλά αποφάσισε να αφεθεί στα λόγια του. Ξάπλωσε στο καναπέ της και τον φαντάστηκε να την κρατά απαλά στην αγκαλιά του. Δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο στη ζωή της και παρότι στη σκέψη της φαινόταν ξένο, τώρα αυτή τη στιγμή το ένοιωθε οικείο, ζωντανό σα να ήταν εκείνη. Άφησε τη φαντασία της να χάνετε στα ζωηρά του χαμηλόφωνα λόγια του. Τους χώριζαν πολλά χιλιόμετρα και πολλά μεταξύ τους δεν είχαν συμβεί παρότι ήθελαν και οι δυο κάτι παραπάνω. Αυτή ίσως ήταν μια ευκαιρία να το νιώσουν έστω και λεκτικά καλύτερα. Την άρπαξαν μάλλον και οι δυο. «Το χάδι μου κυλάει στον λαιμό σου, στους λοβούς των αυτιών σου, σκέπτομαι ότι θέλεις πιο πολλά χάδια ακόμα αλλά θα το καθυστερήσω ακόμα πιο πολύ. Λίγο στο χέρια στο λαιμό στα μαλλιά ισα ισα να σ ακουμπώ να σε νιώθω να ανατριχιάζεις. Υπέροχα είναι τα χείλι σου, η αφή μου λέει πόσο ποθητά είναι και πόσο γλυκιά γεύση έχουν. Το ίδιο εκφράζουν και τα δικά μου. Νιώθω το άγγιγμα τους στα δικά μου, απλά με γεύση μοναδική. Το ίδιο και ο λαιμός σου, μια δαγκωνιά εδώ μια εκείνη. Μικρές δαγκωματιές να αναστατώνουν την ύπαρξη σου. Έντονα φιλιά και γεύομαι το δέρμα σου. Χαϊδεύω περισσότερο το κορμί σου, την ίσια κοιλία σου, Πέρνα το χάδι μου κάτω από το ρούχο σου, θέλω να νιώσω την ύφη σου την θερμότητα σου»
Ένιωσε να παρασύρετε, η φαντασία της κυλούσε αβίαστα και εκείνη που άλλη φορά θα άλλαζε θέμα ίσως και να τον μάλωνε, τώρα αφέθηκε με ένα απλό χαμηλόφωνα «ναι…» στις διαθέσεις του.
«Πόσο μ αρέσεις, πόσο νιώθω να σε ποθώ. Το δέρμα σου είναι γλυκό και αλμυρό, υπέροχο και δροσερό. Χαϊδεύω κάθε χιλιοστό σου κάθε κύτταρο σου με ένα απαλό άγγιγμα που σ ανατριχιάζεις και σε κάνει να θέλεις κι άλλο, να μη θες να σταματήσω. Καθυστερώ, οι κινήσεις μου είναι αργές, βασανιστικές» Στα λόγια του την άκουγε να ανασάνει βαριά, η καρδιά του κτύπαγε έντονα καθώς συνέχιζε το δρόμο του.
«δεν αντέχω αυτά τα ενδύματα, τα αφαιρώ σιγά σιγά, όσο σε έχω στην αγκαλιά μου, Τα χείλι μας ενώνονται ξανακάνει και ξανακάνει καθώς μένουμε όλο και πιο εκτιθέμενοι ο ένας στον άλλο. Νιώθω τη θέρμη σου να με καίει, νιώθω να σε θέλω όσο τίποτα άλλο.»
Ο ερωτικός του λόγος την παρασέρνει, την κάνει να το νιώθει αληθινό. Σχεδόν παραλύει στο άκουσμα του αλλά δε θέλει να απομονωθεί, όχι τώρα θέλει να τον ακούσει να την εξερευνά κι άλλο πιο πολύ. Χαϊδεύει το λαιμό της τη κοιλία της τα χείλι της.
«Μη κάνεις εσύ τίποτα, άσε με μένα να υπάρχω μόνο πάνω σου, μόνο τα δικά μου χάδια να αισθάνεσαι. Νιώσε με παντού σου. Τα φιλιά μου σκορπίζουν σ όλο σου το κορμί κατεβαίνω αργά από το λαιμό στο στήθος σου, ρουφώ λίγο της ρώγες σου και ισα ισα τις δαγκώνω, σε χαϊδεύω και νιώθω τον ερεθισμό που έχουν καθώς τις βλέπω να μεγαλώνουν. Έχω τη γεύση τους στην άκρη της γλώσσας μου. Συνεχίζω αργά, λατρεύω την κοιλία σου, όπως μ αρέσεις όπως τη φανταζόμουν, δεν αφήνω να πάει χαμένη η διαδρομή κα μένω λίγο εδώ. Σε γεύομαι και σαι αισθάνομαι. Αφήνω τα χέρια μου να παίζουν με το κορμί σου σε αμέτρητα χάδια απαλά η δυνατά. Κάνω λίγο να κατεβώ, ακούω την ανασάνει σου, βάρυνε. Μη βιάζεσαι… περίμενε… ξέρω τι θες. Η μυρωδιά σου είναι υπέροχη, ταράσσει τον κόσμο μου. Κατεβαίνω πιο χαμηλά σου. Όχι δε θα μείνω στην ευαίσθητη περιοχή σου συνεχίζω στους υπέροχους μηρούς σου. Αυτά τα πόδια σου είναι τόσο τέλεια θέλω κι άλλο και κατεβαίνω στη γάμπα σου. Σε δαγκώνω ισα ισα να πονέσεις.»
Θα περίμενε να καταλαβαίνει τη διάφερα, όμως το μυαλό της σήμερα έπαιζε παράξενο παιχνίδι, τον ένιωθε πραγματικά πάνω της, ένιωθε τον πόνο από τα δαγκώματα του, όχι δεν ήταν πραγματικό, ένα όνειρο ήταν ένα πραγματικό όνειρο.
«Εδώ θες ε; Εδώ που νιώθεις το πόνο πιο πολύ, εδώ που τα σώθηκα σου σπάνε. Εδώ φιλώ τα πάντα σου τα χείλια σου και σε γεύομαι. Γεύομαι και πίνω τους χυμούς σου. Δε σου φτάνει θες πιο πολλά;» Την ακούσει να αναστενάζει. «Συνέχισε, συνεχίσει πιο έντονα μη σταματάς» Κι όμως ήταν ακίνητη δεν έκανε τίποτα στον εαυτό της, άλλο το κορμί της είχε παραδοθεί, είχε το δικό του εαυτό δεν την άκουγε. Τον ένιωθε εκείνη κάτω της να την ανάβει να την τελειώνει, χωρίς καν να την ακουμπήσει τίποτα. Ζαλίστηκε από τα λόγια του κι όσο της περιέγραφε τόσο πιο πολύ πονούσε. Τον ένιωθε τώρα μέσα της, ένιωσε το σώμα της να ταράζετε και να συσπάτε. Της δημιουργούσε τον πιο απολαυστικό της οργασμό. Τραντάζονταν το είναι της σε κάθε του λέξη.
Δεν πήγαινε καιρός που είχαν γνωριστεί, και η επικοινωνία τους βασιζόταν κυρίως στο τηλέφωνο. Εκείνη συνήθως απέφευγε να εκφράσει έτσι τα συναισθήματα της για εκείνον. Το είχε κάνει ελάχιστες φορές αλλά τουλάχιστον ήταν αρκετά έντονη και γλαφυρή. Αυτό του έδινε την αφορμή να συνεχίσει να την κυνηγάει.
«Είναι και αυτή η απόσταση μεταξύ μας που με κουράζει, χρειάζεσαι τόσες ώρες για να έρθεις εδώ, και δε θα σαι εδώ αν σε χρειάζομαι» του είπε κάποια στιγμή. Εκείνος έκανε μια μικρή παύση, «Με χρειάζεσαι τώρα;» τη ρώτησε, ήξερε πως καθαρή απάντηση πιθανόν να μην πάρει άλλα πάντα την προκαλούσε. «Θα ήθελα να ήσουν εδώ ναι», μια απάντηση που τον ξάφνιασε λιγάκι.
-Σκέψου απλά ότι είμαι
-Ωραία σκέψη αλλά…
-Ακούει μόνο.. Σκέψου ότι είμαι εκείνη, σε έχω στην αγκαλιά μου, χαϊδεύω τα χέρια σου το πρόσωπο σου, τα μαλλιά σου. Χαλάρωσε, και άσε όλη σου την κούραση να χαθεί να την πάρω από μέσα σου να την εξαφανίσω.
Ίσως να ήταν η δύσκολη μέρα αλλά αποφάσισε να αφεθεί στα λόγια του. Ξάπλωσε στο καναπέ της και τον φαντάστηκε να την κρατά απαλά στην αγκαλιά του. Δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο στη ζωή της και παρότι στη σκέψη της φαινόταν ξένο, τώρα αυτή τη στιγμή το ένοιωθε οικείο, ζωντανό σα να ήταν εκείνη. Άφησε τη φαντασία της να χάνετε στα ζωηρά του χαμηλόφωνα λόγια του. Τους χώριζαν πολλά χιλιόμετρα και πολλά μεταξύ τους δεν είχαν συμβεί παρότι ήθελαν και οι δυο κάτι παραπάνω. Αυτή ίσως ήταν μια ευκαιρία να το νιώσουν έστω και λεκτικά καλύτερα. Την άρπαξαν μάλλον και οι δυο. «Το χάδι μου κυλάει στον λαιμό σου, στους λοβούς των αυτιών σου, σκέπτομαι ότι θέλεις πιο πολλά χάδια ακόμα αλλά θα το καθυστερήσω ακόμα πιο πολύ. Λίγο στο χέρια στο λαιμό στα μαλλιά ισα ισα να σ ακουμπώ να σε νιώθω να ανατριχιάζεις. Υπέροχα είναι τα χείλι σου, η αφή μου λέει πόσο ποθητά είναι και πόσο γλυκιά γεύση έχουν. Το ίδιο εκφράζουν και τα δικά μου. Νιώθω το άγγιγμα τους στα δικά μου, απλά με γεύση μοναδική. Το ίδιο και ο λαιμός σου, μια δαγκωνιά εδώ μια εκείνη. Μικρές δαγκωματιές να αναστατώνουν την ύπαρξη σου. Έντονα φιλιά και γεύομαι το δέρμα σου. Χαϊδεύω περισσότερο το κορμί σου, την ίσια κοιλία σου, Πέρνα το χάδι μου κάτω από το ρούχο σου, θέλω να νιώσω την ύφη σου την θερμότητα σου»
Ένιωσε να παρασύρετε, η φαντασία της κυλούσε αβίαστα και εκείνη που άλλη φορά θα άλλαζε θέμα ίσως και να τον μάλωνε, τώρα αφέθηκε με ένα απλό χαμηλόφωνα «ναι…» στις διαθέσεις του.
«Πόσο μ αρέσεις, πόσο νιώθω να σε ποθώ. Το δέρμα σου είναι γλυκό και αλμυρό, υπέροχο και δροσερό. Χαϊδεύω κάθε χιλιοστό σου κάθε κύτταρο σου με ένα απαλό άγγιγμα που σ ανατριχιάζεις και σε κάνει να θέλεις κι άλλο, να μη θες να σταματήσω. Καθυστερώ, οι κινήσεις μου είναι αργές, βασανιστικές» Στα λόγια του την άκουγε να ανασάνει βαριά, η καρδιά του κτύπαγε έντονα καθώς συνέχιζε το δρόμο του.
«δεν αντέχω αυτά τα ενδύματα, τα αφαιρώ σιγά σιγά, όσο σε έχω στην αγκαλιά μου, Τα χείλι μας ενώνονται ξανακάνει και ξανακάνει καθώς μένουμε όλο και πιο εκτιθέμενοι ο ένας στον άλλο. Νιώθω τη θέρμη σου να με καίει, νιώθω να σε θέλω όσο τίποτα άλλο.»
Ο ερωτικός του λόγος την παρασέρνει, την κάνει να το νιώθει αληθινό. Σχεδόν παραλύει στο άκουσμα του αλλά δε θέλει να απομονωθεί, όχι τώρα θέλει να τον ακούσει να την εξερευνά κι άλλο πιο πολύ. Χαϊδεύει το λαιμό της τη κοιλία της τα χείλι της.
«Μη κάνεις εσύ τίποτα, άσε με μένα να υπάρχω μόνο πάνω σου, μόνο τα δικά μου χάδια να αισθάνεσαι. Νιώσε με παντού σου. Τα φιλιά μου σκορπίζουν σ όλο σου το κορμί κατεβαίνω αργά από το λαιμό στο στήθος σου, ρουφώ λίγο της ρώγες σου και ισα ισα τις δαγκώνω, σε χαϊδεύω και νιώθω τον ερεθισμό που έχουν καθώς τις βλέπω να μεγαλώνουν. Έχω τη γεύση τους στην άκρη της γλώσσας μου. Συνεχίζω αργά, λατρεύω την κοιλία σου, όπως μ αρέσεις όπως τη φανταζόμουν, δεν αφήνω να πάει χαμένη η διαδρομή κα μένω λίγο εδώ. Σε γεύομαι και σαι αισθάνομαι. Αφήνω τα χέρια μου να παίζουν με το κορμί σου σε αμέτρητα χάδια απαλά η δυνατά. Κάνω λίγο να κατεβώ, ακούω την ανασάνει σου, βάρυνε. Μη βιάζεσαι… περίμενε… ξέρω τι θες. Η μυρωδιά σου είναι υπέροχη, ταράσσει τον κόσμο μου. Κατεβαίνω πιο χαμηλά σου. Όχι δε θα μείνω στην ευαίσθητη περιοχή σου συνεχίζω στους υπέροχους μηρούς σου. Αυτά τα πόδια σου είναι τόσο τέλεια θέλω κι άλλο και κατεβαίνω στη γάμπα σου. Σε δαγκώνω ισα ισα να πονέσεις.»
Θα περίμενε να καταλαβαίνει τη διάφερα, όμως το μυαλό της σήμερα έπαιζε παράξενο παιχνίδι, τον ένιωθε πραγματικά πάνω της, ένιωθε τον πόνο από τα δαγκώματα του, όχι δεν ήταν πραγματικό, ένα όνειρο ήταν ένα πραγματικό όνειρο.
«Εδώ θες ε; Εδώ που νιώθεις το πόνο πιο πολύ, εδώ που τα σώθηκα σου σπάνε. Εδώ φιλώ τα πάντα σου τα χείλια σου και σε γεύομαι. Γεύομαι και πίνω τους χυμούς σου. Δε σου φτάνει θες πιο πολλά;» Την ακούσει να αναστενάζει. «Συνέχισε, συνεχίσει πιο έντονα μη σταματάς» Κι όμως ήταν ακίνητη δεν έκανε τίποτα στον εαυτό της, άλλο το κορμί της είχε παραδοθεί, είχε το δικό του εαυτό δεν την άκουγε. Τον ένιωθε εκείνη κάτω της να την ανάβει να την τελειώνει, χωρίς καν να την ακουμπήσει τίποτα. Ζαλίστηκε από τα λόγια του κι όσο της περιέγραφε τόσο πιο πολύ πονούσε. Τον ένιωθε τώρα μέσα της, ένιωσε το σώμα της να ταράζετε και να συσπάτε. Της δημιουργούσε τον πιο απολαυστικό της οργασμό. Τραντάζονταν το είναι της σε κάθε του λέξη.
Δική μου
«Να πας να κάνεις και ότι θες! Να περάσεις και όσο πιο καλά μπορείς. Κάνε ότι γουστάρεις… και με άλλον αν θες πήγαινε. Αρκεί να μη το μάθω, να μην μου βάλεις την υποψία ότι τρέχει κάτι! Αρκεί να μη καταλάβω τίποτα στο λέω. Δε θέλω να καταλάβω το παραμικρό παραστράτημα. Αν είναι να το κάνεις, πρόσεξε να μη σε καταλάβω.»
Ο ήχος του κινητού της την έβγαλε λίγο από τη συζήτηση στο βραδινό γεύμα με τη παρέα. Έσκυψε λίγο σα να μη θέλει να δώσει στόχο ότι μιλάει και να μην ενοχλήσει αλλά ούτε και να φύγει από τη παρέα. «Έλα, τι έγινε και παίρνεις βραδιάτικα, σου είχα πει ότι θα είμαι σε ξένο σπίτι για φαγητό». Η φωνή του ακουστικέ βαριά και με κοφτό λόγο της είπε πως σε 2 ώρες θα είναι εκεί. «Πας καλά…» δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της «Ξέρεις που θα σε βρω, σε 2 ώρες να είσαι έτοιμη…». Η κλήση τερματίστηκε. Της το έκλεισε πριν προλάβει να του απαντήσει. Ταράχτηκε έπρεπε να φύγει πιο νωρίς από ότι σκόπευε και έπρεπε να το κάνει μόνη της. Πως θα έλεγε στους συνοδούς της τώρα τι συνέβη αναρωτήθηκε. Βιαστικά, τους είπε πως δεν είναι και πολύ καλά και θα πρέπει να γυρίσει στο ξενοδοχείο μόνη της. Ο ένας που εδώ και μέρες την φλέρταρε έως και έντονα, προσφέρθηκε να την συνοδεύει. Το βλέμμα της όμως αυτή τη φορά ήταν αυστηρό και έδειχνε να εννοεί αυτό που έλεγε. «Όχι θα πάω μόνη μου».
Είχε περάσει ήδη μια ώρα μέχρι να πάρει την απόφαση να φύγει, το σημείο συνάντησης ήταν άλλο τόσο μακριά. Αναρωτιόταν τι το ήθελε σήμερα να απομακρυνθούν τόσο πολύ. Φόρεσε τη καπαρντίνα της και έφυγε βιαστικά. Της ήταν πάντα δύσκολο να οδηγήσει με τις γόβες αλλά τώρα ήταν έκτακτο και το άγχος της δε την άφηνε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε.
Από μακριά την είδε να στέκετε κάτω από το χλωμό φως της κολώνας της ΔΕΗ μπροστά στο πεζούλι. Σε γνωστό σημείο που είχαν περάσει και τους άρεσε πολλές φορές στο παρελθόν. Στέκονταν εκεί με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ το στήθος της με το τσιγάρο της να τρέμει στο χέρι της. Κάπνιζε νευρικά. Αν και είχε σταματήσει τόσο καιρό σήμερα δεν αντιστάθηκε.
«Δεν νομίζω ότι σου έδωσα κανένα δικαίωμα να έρθεις εδώ απρόσκλητος, πόσο μάλλον στις 2 το πρωί. Ούτε έκανα κάτι για να νομίζεις ότι απίστησα και να δράσεις έτσι» Του είπε με τρεμάμενη αγχωμένη φωνή. Εκείνος σταματήσει μπροστά της την κοίταξε στα μάτια την παρατήρησε την εξερεύνησε. Κοίταξε τη μαύρη της μάσκαρα τη γραμμή του μολυβιού της, το κατακόκκινο κραγιόν της, τα σπαστά μαλλιά της. Φανερά εκνευρισμένη κάπνιζε τώρα, τρέμοντας. Είδε το ντύσιμο της, αρκετά επίσημο για διακοπές με παρέα, τα δάχτυλα της τα μακριά που τα θαύμαζε με άψογα βαμμένα κόκκινο της φωτιάς νύχια.
«Γιατί εκνευρίζεσαι και αγχώνεσαι, γιατί τρέμεις; Σε διέκοψα από κάτι, από το φλερτ σου από τον εραστή σου;»
«Ναι με διέκοψες!!!» Του είπε με πιο υψηλό και έντονο τόνο.
«Ήμουν με το γκόμενο, θες κάτι;» Συνέχισε με τόνο προκλητικό ύφος. Ήθελε να πει κι αλλά ίσως χειρότερα από τα νευρά, της απρόσμενης επίσκεψης του. Όμως δε πρόλαβε. Τη χαστούκισε όχι δυνατά, αλλά αρκετό ήταν. Ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της. Όμως αυτή τη φορά ένιωσε διαφορετικά. Ένιωθε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα βγάλει πέρα μαζί της ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει τα νευρά του τον ωθούσαν τον έσπρωξαν. Δεν ήταν ώρα για συζητήσεις και αυτή ήταν από τους ελαχίστους ανθρώπους που μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν στο λόγο. Για αυτό και συχνά την αποκαλούσε επικίνδυνη γυναίκα. Εκείνη έμεινε λιγάκι άναυδη, άφησε από τα μακριά της δάχτυλα να πέσει κάτω το τσιγάρο και έκανε να ανταποδώσει το χτύπημα. Όχι δεν είχε πονέσει αλλά δε θα του περνούσε. Της έπιασε το χέρι πριν προλάβει να τον χτυπήσει. Την κοίταξε αγριεμένος και την έφερε πάνω του. Γύρισε το κεφάλι της στα πλάγια να μη τον βλέπει και να μη κοιτάει το πρόσωπο της. Το χέρι της πονούσε από τη δύναμη του. Τον ένιωθε ταραγμένο, νευριασμένο.
Έπιασε τη μέση της και την κύλισε πάνω του. Έσκυψε στο λαιμό της και με κλειστά μάτια απόλαυσε το άρωμα της. Πάνω στο δέρμα της αυτό το άρωμα γίνονταν μια άλλη 6η 7η αίσθηση. Το χέρι του χάιδευε το κορμί της.
«Όχι… μη… δεν είμαι δική σου» ψέλλισε εκείνη καθώς ένα δάκρυ χάλασε το σχέδιο του μολυβιού της. Δεν ήταν δάκρυ πόνου, ούτε στενοχώριας. Ένιωθε το σώμα της πάνω του να τρέμει. Δάκρυζε γιατί τη διεκδικούσε, ήξερε ότι ήρθε για εκείνη και μονό. Πως αδιαφορούσε για τους φίλους του και το χρόνο του. Δάκρυζε από ηδονή και το σώμα της έτρεμε. Ένιωθε την διεκδίκηση του.
«Σταμάτα.. δεν είμαι δική σου» του ψιθύρισε ξανά καθώς ένιωθε το χέρι του στο μοιρό της να τη χαϊδεύει να την αγκίζει. Ένιωθε ότι την διεκδικούσε από τα πάντα, όχι από ένα τυχαίο φλερτ ούτε από κάποιον που της άρεσε. Την διεκδικούσε από το τίποτα από κανέναν, την διεκδικούσε από τον ίδιο της τον εαυτό. Ποτέ της άλλωστε δε κοίταξε διαφορετικά κάποιον τρίτο. «Μη σε παρακαλώ» ψιθύρισε πάλι. Το χέρι του μπήκε κάτω από τη φούστα της. «Όχι, όχι μη.. δεν σου ανήκω» του έλεγε σιγανά και αργά με τόνο που δε το εννοούσε.
Έφτασε στο εσώρουχο της, το δέρμα της το ένιωθε δροσερό απαλό λείο. «Δεν σου ανήκω» του ψέλλισε ξανά κι εκείνος τράβηξε με δύναμη το εσώρουχο της που κομματιάστηκε. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα της. Τον έκρυψε όμως ίσα που ακούστηκε. Της ανασήκωσε τη φούστα, και μισογδυθικε όσο έπρεπε ο ίδιο. «Όχι σε παρακαλώ». «Είσαι δική μου» της απαντήσει με άγριο πάθος στο αυτί της και γλίστρησε μέσα της. Σηκώσει το πόδια της και τον αγκάλιασε να τον φέρει πιο κοντά της. Εκεί κάτω από το χλωμό φως της τρεμάμενης λάμπας, ένιωθε τη καρδιά της να σπάει, τα μάτια της δάκρυσαν και τα νύχια της καρφώθηκαν στη πλάτη του. Την πίεσε πιο κοντά του και έμπαινε μέσα της αργά. Ένιωθαν την επαφή τους έντονη και αργή. Το σώμα της έτρεμε σε κάθε του κίνηση. Αυτή τη φορά δεν ήταν μονό σεξ, δεν ήταν απλά έρωτας ούτε αγάπη, ήταν όλα αυτά μαζί, της έκλεβε όλο το είναι της όλη τη ψυχή της. Του παρέδιδε τα πάντα και ακόμα πιο πολλά. Γιατί ακόμα και τα πάντα εκείνη τη στιγμή έδειχναν λίγα.
Η ανάσες τους βάρυναν, η στιγμή κρατά αιωνία και τα σώματα τους λίγα λεπτά. Ένιωθε το κορμί της να τρέμει να συσπάτε. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ κάτι τόσο έντονο. Ένιωθε και εκείνον να βράζει πάνω της ένιωθε το πάθος του να την τυλίγει. Έτρεμαν και οι δυο μαζί, δε κοιτάζονταν, τα μάτια τους ήταν κλειστά. Δε χρειάζονταν καν να δουν. Επικοινωνούσαν με τη σκέψη τους με τα είναι τους. Το τέλος τους ήρθε ταυτόχρονα και στους δυο. Τον ένιωθε να την καίει καθώς το κορμί της έσπαγε σε κομμάτια σε κάθε του κίνηση.
Δεν έμεινε, έφυγε το ίδιο βραδύ. Δεν κάθισε ούτε να τα πουν ούτε τίποτα παραπάνω. Εκείνη γύρισε στο ξενοδοχείο ξεσπώντας σε κλάματα στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να ελέγξει τώρα τα συναισθήματα της. Τον ήθελε ήταν δική του για πάντα και αυτό την έκανε να τρέμει να ταράζει όλο της το είναι.
Ο ήχος του κινητού της την έβγαλε λίγο από τη συζήτηση στο βραδινό γεύμα με τη παρέα. Έσκυψε λίγο σα να μη θέλει να δώσει στόχο ότι μιλάει και να μην ενοχλήσει αλλά ούτε και να φύγει από τη παρέα. «Έλα, τι έγινε και παίρνεις βραδιάτικα, σου είχα πει ότι θα είμαι σε ξένο σπίτι για φαγητό». Η φωνή του ακουστικέ βαριά και με κοφτό λόγο της είπε πως σε 2 ώρες θα είναι εκεί. «Πας καλά…» δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της «Ξέρεις που θα σε βρω, σε 2 ώρες να είσαι έτοιμη…». Η κλήση τερματίστηκε. Της το έκλεισε πριν προλάβει να του απαντήσει. Ταράχτηκε έπρεπε να φύγει πιο νωρίς από ότι σκόπευε και έπρεπε να το κάνει μόνη της. Πως θα έλεγε στους συνοδούς της τώρα τι συνέβη αναρωτήθηκε. Βιαστικά, τους είπε πως δεν είναι και πολύ καλά και θα πρέπει να γυρίσει στο ξενοδοχείο μόνη της. Ο ένας που εδώ και μέρες την φλέρταρε έως και έντονα, προσφέρθηκε να την συνοδεύει. Το βλέμμα της όμως αυτή τη φορά ήταν αυστηρό και έδειχνε να εννοεί αυτό που έλεγε. «Όχι θα πάω μόνη μου».
Είχε περάσει ήδη μια ώρα μέχρι να πάρει την απόφαση να φύγει, το σημείο συνάντησης ήταν άλλο τόσο μακριά. Αναρωτιόταν τι το ήθελε σήμερα να απομακρυνθούν τόσο πολύ. Φόρεσε τη καπαρντίνα της και έφυγε βιαστικά. Της ήταν πάντα δύσκολο να οδηγήσει με τις γόβες αλλά τώρα ήταν έκτακτο και το άγχος της δε την άφηνε να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε.
Από μακριά την είδε να στέκετε κάτω από το χλωμό φως της κολώνας της ΔΕΗ μπροστά στο πεζούλι. Σε γνωστό σημείο που είχαν περάσει και τους άρεσε πολλές φορές στο παρελθόν. Στέκονταν εκεί με τα πόδια ενωμένα, τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ το στήθος της με το τσιγάρο της να τρέμει στο χέρι της. Κάπνιζε νευρικά. Αν και είχε σταματήσει τόσο καιρό σήμερα δεν αντιστάθηκε.
«Δεν νομίζω ότι σου έδωσα κανένα δικαίωμα να έρθεις εδώ απρόσκλητος, πόσο μάλλον στις 2 το πρωί. Ούτε έκανα κάτι για να νομίζεις ότι απίστησα και να δράσεις έτσι» Του είπε με τρεμάμενη αγχωμένη φωνή. Εκείνος σταματήσει μπροστά της την κοίταξε στα μάτια την παρατήρησε την εξερεύνησε. Κοίταξε τη μαύρη της μάσκαρα τη γραμμή του μολυβιού της, το κατακόκκινο κραγιόν της, τα σπαστά μαλλιά της. Φανερά εκνευρισμένη κάπνιζε τώρα, τρέμοντας. Είδε το ντύσιμο της, αρκετά επίσημο για διακοπές με παρέα, τα δάχτυλα της τα μακριά που τα θαύμαζε με άψογα βαμμένα κόκκινο της φωτιάς νύχια.
«Γιατί εκνευρίζεσαι και αγχώνεσαι, γιατί τρέμεις; Σε διέκοψα από κάτι, από το φλερτ σου από τον εραστή σου;»
«Ναι με διέκοψες!!!» Του είπε με πιο υψηλό και έντονο τόνο.
«Ήμουν με το γκόμενο, θες κάτι;» Συνέχισε με τόνο προκλητικό ύφος. Ήθελε να πει κι αλλά ίσως χειρότερα από τα νευρά, της απρόσμενης επίσκεψης του. Όμως δε πρόλαβε. Τη χαστούκισε όχι δυνατά, αλλά αρκετό ήταν. Ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της. Όμως αυτή τη φορά ένιωσε διαφορετικά. Ένιωθε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τα βγάλει πέρα μαζί της ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει τα νευρά του τον ωθούσαν τον έσπρωξαν. Δεν ήταν ώρα για συζητήσεις και αυτή ήταν από τους ελαχίστους ανθρώπους που μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν στο λόγο. Για αυτό και συχνά την αποκαλούσε επικίνδυνη γυναίκα. Εκείνη έμεινε λιγάκι άναυδη, άφησε από τα μακριά της δάχτυλα να πέσει κάτω το τσιγάρο και έκανε να ανταποδώσει το χτύπημα. Όχι δεν είχε πονέσει αλλά δε θα του περνούσε. Της έπιασε το χέρι πριν προλάβει να τον χτυπήσει. Την κοίταξε αγριεμένος και την έφερε πάνω του. Γύρισε το κεφάλι της στα πλάγια να μη τον βλέπει και να μη κοιτάει το πρόσωπο της. Το χέρι της πονούσε από τη δύναμη του. Τον ένιωθε ταραγμένο, νευριασμένο.
Έπιασε τη μέση της και την κύλισε πάνω του. Έσκυψε στο λαιμό της και με κλειστά μάτια απόλαυσε το άρωμα της. Πάνω στο δέρμα της αυτό το άρωμα γίνονταν μια άλλη 6η 7η αίσθηση. Το χέρι του χάιδευε το κορμί της.
«Όχι… μη… δεν είμαι δική σου» ψέλλισε εκείνη καθώς ένα δάκρυ χάλασε το σχέδιο του μολυβιού της. Δεν ήταν δάκρυ πόνου, ούτε στενοχώριας. Ένιωθε το σώμα της πάνω του να τρέμει. Δάκρυζε γιατί τη διεκδικούσε, ήξερε ότι ήρθε για εκείνη και μονό. Πως αδιαφορούσε για τους φίλους του και το χρόνο του. Δάκρυζε από ηδονή και το σώμα της έτρεμε. Ένιωθε την διεκδίκηση του.
«Σταμάτα.. δεν είμαι δική σου» του ψιθύρισε ξανά καθώς ένιωθε το χέρι του στο μοιρό της να τη χαϊδεύει να την αγκίζει. Ένιωθε ότι την διεκδικούσε από τα πάντα, όχι από ένα τυχαίο φλερτ ούτε από κάποιον που της άρεσε. Την διεκδικούσε από το τίποτα από κανέναν, την διεκδικούσε από τον ίδιο της τον εαυτό. Ποτέ της άλλωστε δε κοίταξε διαφορετικά κάποιον τρίτο. «Μη σε παρακαλώ» ψιθύρισε πάλι. Το χέρι του μπήκε κάτω από τη φούστα της. «Όχι, όχι μη.. δεν σου ανήκω» του έλεγε σιγανά και αργά με τόνο που δε το εννοούσε.
Έφτασε στο εσώρουχο της, το δέρμα της το ένιωθε δροσερό απαλό λείο. «Δεν σου ανήκω» του ψέλλισε ξανά κι εκείνος τράβηξε με δύναμη το εσώρουχο της που κομματιάστηκε. Ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα της. Τον έκρυψε όμως ίσα που ακούστηκε. Της ανασήκωσε τη φούστα, και μισογδυθικε όσο έπρεπε ο ίδιο. «Όχι σε παρακαλώ». «Είσαι δική μου» της απαντήσει με άγριο πάθος στο αυτί της και γλίστρησε μέσα της. Σηκώσει το πόδια της και τον αγκάλιασε να τον φέρει πιο κοντά της. Εκεί κάτω από το χλωμό φως της τρεμάμενης λάμπας, ένιωθε τη καρδιά της να σπάει, τα μάτια της δάκρυσαν και τα νύχια της καρφώθηκαν στη πλάτη του. Την πίεσε πιο κοντά του και έμπαινε μέσα της αργά. Ένιωθαν την επαφή τους έντονη και αργή. Το σώμα της έτρεμε σε κάθε του κίνηση. Αυτή τη φορά δεν ήταν μονό σεξ, δεν ήταν απλά έρωτας ούτε αγάπη, ήταν όλα αυτά μαζί, της έκλεβε όλο το είναι της όλη τη ψυχή της. Του παρέδιδε τα πάντα και ακόμα πιο πολλά. Γιατί ακόμα και τα πάντα εκείνη τη στιγμή έδειχναν λίγα.
Η ανάσες τους βάρυναν, η στιγμή κρατά αιωνία και τα σώματα τους λίγα λεπτά. Ένιωθε το κορμί της να τρέμει να συσπάτε. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ κάτι τόσο έντονο. Ένιωθε και εκείνον να βράζει πάνω της ένιωθε το πάθος του να την τυλίγει. Έτρεμαν και οι δυο μαζί, δε κοιτάζονταν, τα μάτια τους ήταν κλειστά. Δε χρειάζονταν καν να δουν. Επικοινωνούσαν με τη σκέψη τους με τα είναι τους. Το τέλος τους ήρθε ταυτόχρονα και στους δυο. Τον ένιωθε να την καίει καθώς το κορμί της έσπαγε σε κομμάτια σε κάθε του κίνηση.
Δεν έμεινε, έφυγε το ίδιο βραδύ. Δεν κάθισε ούτε να τα πουν ούτε τίποτα παραπάνω. Εκείνη γύρισε στο ξενοδοχείο ξεσπώντας σε κλάματα στο κρεβάτι της. Δεν μπορούσε να ελέγξει τώρα τα συναισθήματα της. Τον ήθελε ήταν δική του για πάντα και αυτό την έκανε να τρέμει να ταράζει όλο της το είναι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
κίνηση στην εθνική ήταν πάλι αφόρητη. Παρόλο που το τελευταίο καιρό είχε φτιάξει, σήμερα λες και είχαν βαλθεί όλοι να δημιουργήσουν καθυστέρ...
-
πρέπει να τους φάνηκε ότι δεν ήταν καλός ο καιρός και αυτό το Σάββατο η ήταν μισοάδεια. Ήπια τον καφέ συνήθως και διάβασα μια ιστορία ακόμ...
-
Ο τελευταίος συρμός του μετρό λίγο πριν την κεντρική του στάση ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος. Κάποιες παρέες έκαναν λίγο φασαρία αλλά οι περισ...