Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ρεύματα

Μια βουτιά ακόμα στα καθαρά νερά, σ αυτό το απέραντο γαλάζιο, για να νιώσει όλη αυτή τη δροσερή αίσθηση να κατακλύζει το κορμί της. Πάτησε στη μαλακή άμμο και κατευθύνθηκε στην παραλία. Ο ήλιος πίσω της αν και ακόμα έκαιγε με τις ακτίνες του, κατέβαινε στο βασίλεμα του και αυτό το κόκκινο της ατμόσφαιρας έκανε το μαυρισμένο της δέρμα σχεδόν να λαμπυρίζει. Η παραλία σήμερα, μια καθημερινή, πάλι έρημη με καμιά πιθανότητα να την επισκεφτεί κάποιος άλλος. Γι αυτό και είχε περάσει πάλι το απόγευμα της γυμνή. Όσο ο απογευματινός ήλιος έκαιγε τα λιγοστά πεύκα στο πίσω μέρος της παραλίας πρόσφεραν μια δροσερή ατμόσφαιρα πάνω στη μαλακή άμμο που την έκαναν να θέλει να περάσει όλες τις ώρες της εκεί.

Το γυμνό κορμί της άρχισε να ξεπροβάλει μέσα από τα γαλανά νερά και σιγά σιγά να φτάνει στην ζεστή ακόμα άμμο. Το νερό κυλούσε ανάμεσα της με ένα γαργαλιστικό παιχνιδιάρικο τρόπο. Εκεί που μαλακά απλώνονταν το κύμα της θάλασσας στάθηκε, γονάτισε με ένα παιχνιδιάρικο ύφος. Κοιτώντας μπροστά της άρχισε να περπατά σχεδόν με νάζι με γόνατα και χέρια. Χαμύλωσε τα χέρια της και οι αγκόνες της ακούμπησαν στη ζεστή άμμο. Χαμήλωσε τόσο ώστε να νιώσει με τις γυμνές ρόγες της τη θέρμη, το γαργάλημα από αυτούς τους μπες σχεδόν χρυσούς κόκκους άμμου.

Το βλέμμα της πονηρό και θεληματικό. "Όση ώρα ήμουν μέσα σε σκεφτόμουν" είπε με χαμηλή φωνή. "Σε σκεφτόμουν και καύλωνα. Τα ζεστά ρεύματα περνούσαν ανάμεσα στα πόδια μου, τρίβονταν στο μουνί μου και με έκαναν να σε θέλω ακόμα πιο πολύ. Τη κοιτούσε ερεθισμένος να είναι ανάμεσα στα πόδια του, μπροστά στο καυλωμένο πέος του. Περίμενε. Αυτή η στιγμή ήταν δική της και ήθελε να την απολαύσει λεπτό προς λεπτό. "Δε μπορούσα να μείνω άλλο μέσα, σχεδόν σε ένιωθα μέσα μου, δε μπορούσα να σε βλέπω εδώ ξαπλωμένο και να μην έρθω να γευτώ αυτόν τον υπέροχο πούτσο". Έκανε μια μικρή κίνηση και ανασηκώθηκε λίγο ενώ έσκυψε πάνω από το ερεθισμένο του πέος. Η γλώσσα της, γευόνταν απαλά όλη τη στύση του αργά μέχρι να φτάσει στη βάλανό του. Τα χείλη της, τράβηξαν το πέος και το ρούφηξαν αργά μέσα στο στόμα όσο πιο μαλακά γίνονταν. Σιγά σιγά έβαλε μέσα της όλη τη στύση του σχεδόν. Μπορούσε τώρα να νιώσει την υφή του με τη γλώσσα της και με τα χείλια της καθώς τον ρούφαγε αργά και τον άφηνε το ίδιο. Αυτή η καυτή του αίσθηση, την ερέθιζε ακόμα πιο πολύ. Ένιωθε να φουσκώνει, να ανοίγει και να υγραίνεται, σχεδόν να στάζει. Συνέχισε μερικές ακόμα φορές. "Τι υπέροχη γεύση, και το αλάτι της θάλασσας με κάνει να μη μπορώ να σταματήσω".

Ανασηκώθηκε λίγο πιο πολύ και σχεδόν σύρθηκε πάνω του, με το στήθος της να χαϊδεύει με της ρόγες το μαυρισμένο δέρμα του. Το στόμα της, η αίσθησή της, ακόμα και τα λευκά σημάδια από το μαγιό της τον άναβαν ακόμα περισσότερο. Ένιωθε το πέος του να πονά από όλη αυτή τη δύναμη που τον κυρίευε μόλις τώρα. Έφτασε το αιδοίο της στη κορυφή του πέους του. Με μια απαλή κίνηση κατάφερε να βρει το σημείο που ήθελε να το νιώσει. Λίγο πιο δυνατά, και γλίστρησε τόσο εύκολα μέσα της. Δεν τον άφησε να το νιώσει ολόκληρο. Κινούσε τη λεκάνη της για να ερεθίζει μόνο την κορυφή του.

"Σ αρέσει έ; Σ αρέσει που είναι τόσο υγρό το μουνί μου έ; Με καυλώνεις πολυ" Και κάθησε αργά πάνω του υγράινοντας αρκετές φορές ολόκληρη τη στύση του. Σηκώθηκε αργά και τον έυβγαλε από μέσα της. "εντάξει τώρα είναι αρκετά υγρός και γω καυλωμένη παντού. Σήκω και έλα πίσω μου" Τον πρόσταξε. Εκείνος σηκώθηκε, και βρέθηκε πίσω της, έτοιμος να εισχωρήσει μέσα της, να νιώσει την ζέστη της, την υγρασία της. "Όχι εκεί" του αποκρίθηκε. "Πιό ψηλά ανέβα και μπες όλος αργά μέσα μου, σε θέλω τώρα πολύ". Ανασηκώθηκε λίγο, τα υγρά της είχαν λιπάνει και εκείνον και πίσω της. Γλύστραγε μέσα της αργά αργά να μην την πονέσει. "Πιο πολύ, πιο πολύ" του φώναξε. Με μια λίγο πιο απότομη κινηση βρέθηκε όλος μέσα της, πίσω της. Μια δυνατή φωνή εκεί στην ερημική σήμερα παραλία βγηκε έντονα από μέσα της. "Ναι, συνέχυσε σε παρακαλώ" τον παρακάλεσε με έντονο ύφος. Εκείνος μπαινόβγαινε μέσα της, αργά και βασανιστικά. Ένιωθε το πέος του να τη σπρώχνει μέσα της και να της δημιουργεί μια έντονη αίσθηση στον κόλπο της. Τον ένιωθε δυνατό να την πονάει, να της αρέσει. Ήθελε να τελειώσει τώρα. Τα δάχτυλά της χαίδεψαν απαλά την υγρή κλειτορίδα της. Τόσο απαλά που ίσα ίσα ακουμπούσε. Ένιωθε όμως τα χείλια της, την κλειτορίδα της να έχουν ερεθιστεί τόσο σχεδόν σαν καμιά άλλη φορά. Χάϊδευονταν απαλά και έντονα όπως έμπαινε εκείνος μέσα της.

Δεν κρατιόταν άλλο, σήμερα θα άφηνε τελείως ελεύθερο τον εαυτό της. Το είχε σκεφτεί από πριν, την ώρα που τα θερμά ρεύματα της θάλασσας χάϊδευαν εκείνα την κλειτορίδα της και την ερέθιζαν τόσο ένοντα. Το πρώτο τράνταγμα του κορμιού της, δεν άντεξε να έρθει, σύντομα ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο και πολλά ακόμα όλο πιο έντονα πιο δυνατά. Ένιωθε το κορμί της να σπάει και εκείνη τη στιγμή τα υγρά της να πετάγονται να την πλημμυρίζουν, να χύνονται στην άμμο και στην πετσέτα τους. Σχεδόν έτρεμε όταν έπεσε μπρούμυτα βγαίνοντας από όλη αυτή την ηδονή.

Η παλάμη της του έκανε νόημα να έρθει μπροστά της. Σηκώθηκε και στάθηκε γονατιστή μπροστά του, ενώ εκείνος όρθιος την περίμενε. Ρούφηξε με μανία το ερεθισμένο πέος του. "Χύσε με, χύσε με τώρα παντού, μην αφήσει σταγόνα να χαθεί". Με το στόμα της και με τα χέρια της τον ερέθιζε με μανία. Την σταμάτησε με ένα άρπαγμα από τα μαλλιά της. "Ναι χύσε με" του φώναξε. Εκείνος επέβαλέ το δικό του ρυθμό και σύντομα έκανε το πέος του να εκραγεί. Το σπέρμα του, χύθικε στα χείλη της, στη γλώσσα της, στα μάγουλά της. Τον έπιασε ξανα να τον νιώσει ακόμα μια φορά το τελευταίο τρέμουλο του πριν αρχίσει να χαλαρώνει πάλι. Εκείνος έσπρωξε με τα δάχτυλα του όσο σπέρμα του έμεινε στο πρόσωπο της προς το στόμα της. Ρούφηξε τα δάχτυλα της, σα να είχε φάει μόλις από το καλύτερο γλυκό της.

Ο ήλιος κατακόκκινος χάνονταν στον ορίζοντα μέσα στη κοκκινη θάλασσα. Ξάπλωσε γυμνή στο στήθος του καθώς τον παρατηρούσε το ηλιοβασίλεμα.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Σταγόνες

Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά. Η ζέστη σχεδόν αφόρητη και η τυχαία βροχή το μεσημέρι την κάνει να τρέχει στη μέση του δρόμου μήπως προλάβει να μη βραχεί. Όμως η βροχή γίνεται μπουρίνι και δεν συγχωρεί απροσεξίες. Σταματά το περπάτημά της σε μια γωνιά καθώς η βροχή έχει περάσει μέχρι τα εσώρουχά της. Νιώθει τις σταγόνες να κυλάνε στο κορμί της καθώς περιμένει τη βροχή να σταματήσει για να συνεχύσει. Τα σανδάλια της μουσκεύουν τα πόδια της που ακόμα τα πιάνει η βροχή. Κοιτά γύρω της μήπως την βλέπει κανείς, το άσπρο φόρεμά της έχει γίνει σχεδόν διάφανο αλλά ευτυχώς όλοι έχουν μαζευτεί. Τα αμάξια λιγοστά στη περιοχή και δεν το σκέφτεται καθόλου.

Ένα δροσερό αεράκι ακολουθεί τη βροχή που την κάνει προς στιγμή να φοβάται πως θα κρυώσει. Όμως το δροσερό σιγά σιγά το διαδέχεται το θερμό ρεύμα της εποχής. Σε λίγο συνεχίζει την διαδρομή της Ενώ την στεγνώνει ο αέρας αργά νιώθει ακόμα αυτές τις σταγόνες να την χαϊδεύουν. Τις αισθάνεται να κατεβαίνουν αργά αργά από τη κοιλιά και να τη γαργαλάν να φτάνουν στο εσώρουχό της. Μακάρι να μη φόραγε αυτή τη στιγμή σκέφτεται. Θα ήθελε να νιώσει πως είναι να κυλάνε πάνω της. Κοντοστέκεται σε μια γωνιά και με προσοχή αφαιρεί το εσώρουχό της. Το αεράκι και το νερό τώρα τη χαϊδεύουν σε όλο της το κορμί. Νιώθει τις ρώγες της να ερεθίζονται από το βρεγμένο ρούχο καθώς εκείνες ερεθίζονται από την κίνησή της. Στο αιδοίο της κυλάνε μερικές σταγόνες γαργαλιστικά και ερεθιστικά. Το αεράκι όσο τη δροσίζει τόσο την ανάβει.

Πόσο θα ήθελε να ξεσπάσει πάνω του τώρα. Πόσο θα ήθελε να νιώσει το άγκιγμά του να την χαράζει με ηδονή όπως η σταγόνα που κυλά ανάμεσα της. Προσπαθεί να μη το σκέφτεται αλλά αυτό είναι σχεδόν αδύνατο. Σχεδόν νιώθει το άγκιγμά του στο κορμί της. Στο λαιμό της νιώθει το αργό και άγριο φιλί του. Στα χείλια το δάγκωμα του. Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει το πέος του. Πόσο εύκολα τον κάνει να ανάβει να σκληραίνει στο άγκιγμά της. Χαμογελά όταν το χάδι της έχει το ποθητό αποτέλεσμα. Θέλει να τον αισθανθεί τόσο πολύ τόσο έντονα. Θέλει να βρεθεί μέσα της.

Μπλέκεται μια σταγόνα βροχής με τις σταγόνες της που σχεδόν ξεχειλίζουν πιά. Μα πόσος καιρός να έχει περάσει. Προχωρά με ένα χαμόγελο αλλά κοιτά προς τα κάτω. Απορροφημένη στις σκέψεις τις, απρόσεκτη πέφτει πάνω σε κάποιον. Ζητά συγνώμη καθώς σηκώνει αργά το βλέμμα της από το έδαφος. Πνίγεται στην έκπληξη της. Βρεγμένος και εκείνος ζητά πριν κοιτάξει συγνώμη, ποιος να ξέρει τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Τα μάτια της λαμπυρίζουν, δεν της είναι άγνωστος καιρό έχουν να μιλήσουν όμως. "Έλα να σε κεράσω ένα καφέ σπίτι και να στεγνώσεις" σχεδόν ψέλλισε. Δεν ήταν μακριά άλλωστε, σχεδόν είχε φτάσει. Δέχτηκε καθώς το βλέμμα του σχεδόν την έγδυσε. Το φόρεμά της σχεδόν διάφανο, λίγο στεγνωμένο διέγραφε τη φιγούρα της. Πως να της αντισταθεί τότε. Δεν έκρυψε ούτε στιγμή τη κρυφή γύμνια της. Ίσως και να προσπάθησε να τη δείξει χωρίς να το θέλει. Όμως στο μυαλό της έντονες σκέψεις την βασάνιζαν. Στο στενό ασανσέρ σχεδόν τον προκαλούσε μη μπορώντας να τον αποφύγει. Φαντάστηκε ότι ένιωσε το πέος του να μεγαλώνει.

Άνοιξε την πόρτα σχεδόν κοκκινισμένη. Το βλέμμα της είχε αλλάξει έντονα. Ανάμεσα στα πόδια της ένιωθε τη γύμνια της να βράζει. Άραγε το είχε καταλάβει εκείνος πως ένιωθε αυτή τη στιγμή. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη της ενώ γύρναγε προς εκείνον αφού κλείδωσε την πόρτα της. Με τα δυό του χέρια κατέβασε το φόρεμά της αποκαλύπτοντας το στήθος της μέχρι τη κοιλιά. Ένας έντονος χτύπος πέρασε τη καρδιά της, έτοιμη να του παραδοθεί. Σχεδόν κόλλησε πάνω της δαγκώνοντας τα χείλια της. Σα να ήθελε να την κατασπαράξει. Το χέρι του κύλισε στο γυμνό της αιδοίο διασχίζοντας τα πόδια της, ένα χαμηλό ξεφωνητό βγήκε πάλι από μέσα της. Θα μπορούσε να τελειώσει εκείνη τη στιγμή άμεσα αν την άφηνε, αν συνέχιζε να βουτάει τα δάχτυλα του τόσο έντονα μέσα της.

Το μικρό της διαμέρισμά είναι ένα μικρό σαλονάκι και χολ μάζι. Στο ίδιο σημείο ο καναπές ανοιγμένο κρεβάτι αφού δεν περίμενε επισκέψεις.

Την άρπαξε και σχεδόν την υποχρέωσε να γονατίσει πάνω στο κρεβάτι. Βρέθηκε με τα γόνατα της στο κρεβάτι να τον έχει στην πλάτη της. Τα χέρια του χάιδεψαν το απαλό της δέρμα, βούτηξε με μανία τα στήθη της με το ένα του χέρι ενώ το άλλο χάιδεψε το αιδοίο της πάλι. Δεν μπορούσε να κρατηθεί. ΤΟ χέρι της έφτασε στο σηκωμένο του πέος. Αυτή την αίσθηση δεν μπορούσε να την αρνηθεί ποτέ ούτε να την ξεχάσει. Τράβηξε και άνοιξε τα κουμπιά από το τζίν του, και λαίμαργα έσφιξε τον έσφιξε στο χέρι της. Αισθανόταν τη θέρμη του, τη σκληράδα του. Ψηλαφούσε το σχήμα του. Δεν άντεχε, δεν άντεχε τον ήθελε τόσο πολύ. Σχεδόν τον πόνεσε με τη μανία που τον τράβηξε στο αιδοίο της. Ήθελε να τον βασανίζει αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνος την βασάνιζε διαρκώς. Γλίστρησε έντονα μέσα της, δυνατά και απότομα. Πάλλονται σε έναν έξαλλο ρυθμό. Το χέρι του την ακινητοποιεί από το μαλλί της, και από την άλλη στο στήθος της. Μια ξυλιά, δυο την αναστατώνουν και την ξυπνάνε από το όνειρο σε μια πιο γλυκιά ηδονική πραγματικότητα. Την τραβά πάνω του καθώς το πέος του αγγίζει το ευαίσθητο σημείο της.

Η φωνή της βγαίνει αβίαστα σε κάθε τελείωμα της. Δε μπορεί να σταματήσει τον οργασμό της, χάνεται χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει. Το σώμα της τραντάζεται, τρέμει, συσπάτε ολόκληρο.

Οι σταγόνες της βροχής έχουν πια χαθεί, μόνο οι δικές του και οι δικές της πλημμυρίζουν και διεγείρουν για μια ακόμα φορά κάθε της αίσθηση.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Ραντεβού στη πόλη

Η αστάθεια του καλοκαιρινού καιρού ίσως να δημιούργησε και αστάθειες στα θέλω της όταν μια φίλη απλά της πρότεινε την φευγαλέα περιπέτεια. Ήθελε ηρεμία στη ζωή της αλλά όλο αυτή η κατάσταση του ξαφνικού κρύου και της ζέστης την αναστάτωνε μέρες τώρα. Η πρόταση φαινόταν να μην είναι η καλύτερη αλλά αυτό είχε προς το παρόν. Στο κάτω κάτω σκέφτηκε πως πάντα μπορεί να μαζευτεί και να γυρίσει πίσω

Φόρεσε ένα ριχτό ανάλαφρο φόρεμα. Η ζέστη σήμερα ήταν αποπνικτική, μάλλον δεν ήταν η καλύτερη για περιπέτειες αλλά η περιέργεια είχε ήδη ανάψει στο μυαλό της άτακτες σκέψεις. Μεσημέρι προς απόγευμα και τα πλακόστρωτα της πόλης ζεμάταγαν, ένιωθε την θερμοκρασία να ανεβαίνει από το έδαφος και να την χαϊδεύει προκλητικά ανάμεσα στα πόδια της διαπερνώντας το φόρεμά της φτάνοντας σε όλο της το κορμί. Έφτασε στο σημείο που ήταν να συναντηθούν. Δεν είχαν μιλήσει πολύ και δεν ήξερε τι ακριβώς να περιμένει. Δεν ήθελε να αρχίσουν όμως τις γνωριμίες και τα βιογραφικά, άλλωστε θα χάλαγε η περιπέτεια.

Ένιωσε την παρουσία του να την πλησιάζει. Κατάλαβε πως κάποιος την κοιτούσε έντονα και έρχονταν από κατεύθυνσή που εκείνη δεν κοιτούσε προς το παρόν. Γύρισε αργά και τον κοίταξε, κοίταξε το βλέμμα του και εκεί στάθηκε. Συναντήθηκαν χωρίς να πουν πολλά. Τον πρόσεξε καλύτερα, σε άλλη περίπτωση σκέφτηκε δεν θα τον πρόσεχε, ίσως και να μη της άρεσε. Αλλά έτσι δεν είναι οι περιπέτειες; Δεν ξεκινάνε από εκεί που δε το περιμένεις; Της έπιασε το χέρι και την οδήγησε. Στην αρχή σχεδόν νόμιζε ότι τη φέρθηκε τρυφερά και μόλις που κόντεψε να χαλάσει την φαντασία της. Όμως γρήγορα κατάλαβε ότι την κρατούσε για να τον ακολουθήσει στη πορεία του και στο βήμα του. "Που πάμε;" τον ρώτησε. "θα δεις" της απάντησε και συνέχυσε σχεδόν να την τραβά μαζί του παρότι το βήμα τους δεν ήταν κάν γρήγορο. Ακόμα ένιωθε το ζεστό αεράκι να την χαϊδεύει και αυτή η αίσθηση δεν μπορούσε να την κρατήσει στα λογικά της.

Καθώς το μυαλό της ήδη ταξίδευε πάνω του, καθώς τον παρατηρούσε να περπατά, προσπαθούσε να κοιτάξει στα πιο απόκρυφα σημεία του. Το στενό του παντελόνι διέγραφε το σχηματισμό που τόση ώρα ποθούσε το κορμί της όλο και πιο πολύ. Δεν άντεχε, ήθελε να τον σταματήσει εκεί στη μέση του δρόμου. Όμως δε μπορούσε να αντισταθεί και στην ιδέα να την οδηγά εκείνος στα μέρη που ήθελε να την ξεμοναχιάσει όπως έτρεχε η φαντασία της. Εδώ, εδώ του φώναζε μέσα της, εδώ σταμάτα εδώ, πέρνα το χέρι σου κάτω από το φόρεμά μου, χάιδεψε το κορμί μου, τη θέλησή μου. Σταμάτα και πιάσε με να με κάνεις να τρέμω τώρα. Τον κράτησε λίγο πιο χαλαρά προσπαθώντας να κινήσει τη παλάμη της στο μπράτσο του. Δεν περπατούσαν ώρα αλλά όλα αυτά τα στενάκια και τα μικρά πάρκα στο μυαλό της έμοιαζαν ένας άλλος λαβύρινθος γεμάτος παθιασμένες σκέψεις σε κάθε του γωνιά.

Ένιωθε πως κανείς πια δε τους παρατηρούσε πως κανείς δε τους έβλεπε. Προχωρούσε μαζί του και έτοιμη ήταν να ξεφωνίσει όταν σταμάτησαν. Θα ήθελε να του γκρινιάξει αλλά δεν πρόλαβε, όταν τον είδε να γυρνά προς τα εκείνη, χάθηκε στο βλέμμα του που καρφώθηκε βαθιά μέσα της προκαλώντας της έναν στιγμιαίο οπτικό οργασμό. Ένιωσε το χέρι του να ηλεκτρίζει το δέρμα της καθώς χάιδευε το κορμί της από χαμηλά. Καθώς ανέβαινε και άφωνη τον κοιτούσε. Η σκέψη της είχε σταματήσει στο χέρι του στην αφή του. Τα μάτια της ορθάνοιχτα όσο και αν ήθελε να τα κλείσει. Ένιωσε τα χείλη του να καίνε να βιάζουν τα δικά της και δε μπορούσε να τον σταματήσει. Το χέρι της δειλά τον έσφιξε πάνω της. Τον ένιωθε να την αρπάζει να την κρατά με δύναμη καθώς τα χείλη του κατέβηκαν στο λαιμό της. Ένιωσε το απαλό του δάγκωμα να δυναμώνει όσο χρειάζονταν για να την ταρακουνήσει ακόμα περισσότερο. Ένιωθε το κορμί της να σπαράζει να τον θέλει αλλά και ανήμπορη να αντιδράσει.

Με μια κίνηση τράβηξε μικροσκοπικό της εσώρουχο καθώς την σήκωνε στον τοίχο. Ένιωθε το πέος του σφιχτό να προσπαθεί να το εμφανίζει μέσα από το στενό εκείνο παντελόνι. Σχεδόν έτρεμε όταν ξαφνικά τον ένιωσε μέσα της να σκίζει τα σωθικά της απότομα. Γραπώθηκε απάνω του με μια αχνή κραυγή να βγαίνει από το στέρνο της. Το στήθος της, το κορμί της παιχνίδι ηδονής στα δάχτυλά του, στα καυτά του χέρια. Η κίνησή του αργή, τόσο ερεθιστική και τόσο βασανιστική. Σχεδόν σε κάθε του ορμητική κίνηση εκείνη ήταν έτοιμη να τελειώσει, ήταν έτοιμη να αφήσει τον εαυτό της να τρέμει στα χέρια του, να τον αισθάνεται μέσα της τόσο έντονα και τόσο δυνατά. Κρατήθηκε κάποια στιγμή σαν μια στάση και συνέχυσε ακόμα πιο αργά. Δεν άντεχε άλλο, δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το κορμί της πονούσε από όλη την ένταση, τον ρυθμό που τις είχε επιβάλει. Έτρεμε και προσπαθούσε να μην φωνάξει δυνατά να ακουστεί ο οργασμός της που κατέκλυζε όλο της το είναι. Κρατιόνταν δυνατά πάνω στο κορμί του, με νύχια πιασμένη δυνατά καθώς μια απότομη χαλάρωση την περίβαλε έτοιμη σχεδόν να λυθεί στα χέρια του.

Έμεινε λίγο μέσα της καθώς στην αγκαλιά του ηρεμούσε. Μαζεύτηκαν κάπως γρήγορα. Του χαμογέλασε και τον ρώτησε πως φεύγουν. Έπιασε το χέρι της, μια μικρή περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει.