Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Έτσι τυχαία...

Ο δρόμος προς το σπίτι της από τη στάση του λεωφορείου ήταν περίπου ένα τέταρτό με είκοσι λεπτά. Μια διαδρομή που την έκανε συχνά κι ας ήταν επαρχιακός ο δρόμος χωρίς πολύ φωτισμό ή αρκετό κόσμο για να νιώθει κανείς ασφαλής. Όμως η ίδια το είχε συνηθίσει πλέον, άλλωστε την διαδρομή την έκανε σχεδόν καθημερινά από μικρό παιδί. Μπορεί να ήταν κεντρικός ο δρόμος αλλά σε αυτή την περιοχή ποιος να σε ακούσει ή να ασχοληθεί μαζί σου. Το χειρότερο ήταν μόνο τον χειμώνα που ο δρόμος ήταν σχεδόν σκοτεινός από νωρίς. Τα φώτα λιγοστά ανά δεκάδες μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο και θα μπορούσε κανείς να πει ότι για μερικά μέτρα ήσουν άφαντος ακόμα και στις έξι το απόγευμα καθώς θα είχε ήδη σκοτεινιάσει. Όσο καλοκαίριαζε και η μέρα μεγάλωνε κάποιος άλλος θα ένιωθε πιο ασφαλής με το φως. Εκτός αυτού, το καλοκαίρι της άρεσε τα απογεύματα. Ήταν αυτό το χρώμα του ουρανού, ένα γαλάζιο με πορτοκαλοκόκκινες ανταύγειες από το βασίλεμα του ήλιου. Σήμερα θα ήταν μάλλον μια  τέτοια ημέρα, καθαρός ουρανός, ζεστή ατμόσφαιρα με μια αίσθηση χαλαρότητας, και ο ήλιος στο βασίλεμά του ακόμα μια φορά.




Θα έχουν περάσει κοντά πέντε μήνες από τότε που συναντήθηκαν μεταξύ τους στην ίδια παρέα. Παραδόξως, ήξεραν ο ένας για την ύπαρξη του άλλου αρκετό καιρό πριν αλλά ποτέ δεν είχαν μαζευτεί όλοι μαζί ταυτόχρονα όπως εκείνη την ημέρα ώστε να γνωριστούν. Είχαν ακούσει τους άλλους γνωστούς να τους αναφέρουν και καμιά φορά είχαν και την περιέργεια ποιος ή ποια είναι και πως δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούν. Καμιά φορά έλεγαν πως θα ήταν η μοίρα που δεν ήθελε να συναντηθούν μεταξύ τους  και όλοι γενικώς κάνανε πλάκα μιας και τους είχε φάει η περιέργεια πως γίνεται στην ίδια παρέα δυο φίλοι ποτέ να μην είναι ταυτόχρονα μαζί. Σπάνιο, αλλά τελικά συμβαίνει όπως διαπίστωσαν. Εν τέλει έφτασε μια μέρα που γνωρίστηκαν και δεν άργησε πολύ να πιάσουν την κουβέντα. Κάποιοι απόρησαν με την λογοδιάρροια που τους είχε πιάσει καθώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήταν πάντα τόσο ομιλητικοί. Η πιο "πονηρή" της παρέας αποφάνθηκε ότι θα ήταν το πεπρωμένο τους. Ίσως και να ήταν, αλλά από την πρώτη φορά κανείς δε μπορεί να πει ότι υπήρξε καν η σπίθα, όπως λέμε, που ξέσπασε τις επόμενες φορές. Πάντως από εκεί και πέρα σχεδόν κάθε φορά, θα βρίσκονταν μαζί και θα έπιαναν την κουβέντα ασταμάτητα. Μάλιστα ανακάλυψαν ότι γενικότερα συχνάζουν στα ίδια μέρη μια και είναι οι μόνοι της παρέας που είναι από κοντινές περιοχές όταν δεν είναι με την παρούσα παρέα που είναι όλοι από διαφορετικό μέρος και δύσκολα βρίσκονταν κάποιοι μεταξύ τους ταυτόχρονα κάπου.

Εκείνη συνήθως θα μετακινούταν με τα λεωφορεία και εκείνος με το αμάξι του αλλά όχι τόσο συχνά όσο εκείνη. Το αμάξι είχε χαλάσει και έτσι αυτή τη μέρα αναγκάστηκε να πάρει το πρωί λεωφορείο και αυτός για να πάει σε δουλειά και να γυρίσει το απόγευμα πάλι με τον ίδιο τρόπο. Το σκέφτηκε ότι και η ίδια χρησιμοποιεί το ίδιο λεωφορείο αλλά ποτέ μέχρι τώρα σε κάποια διαδρομή ή στάση που πάντα κοιτούσε δεν την είχε πετύχει πέρα από την παρέα. Είχαν κάνει πολλές συζητήσεις μέχρι σήμερα και πολλές φορές φλέρταραν έντονα μεταξύ τους αλλά πάντα όλα ήταν ενώπιον κάποιας παρέας,  της γνωστής ή και των πιο κοντινών τους. Η κουβέντα τους και το φλερτ τους θα κράταγε ώρες όταν πετύχαιναν ο ένας τον άλλο κάτι που μερικές φορές ενοχλούσε και τους κοντινούς φίλους αφού τους παρότρυναν να βρεθούν μεταξύ τους αλλά τόσο καιρό ποτέ δε το αποφάσισαν. Σε ένα αστείο είπαν ότι θα συναντηθούν στους πέντε μήνες.

Κι όμως σήμερα ήταν πέντε μήνες και κάτι και ακόμα δεν είχαν βρεθεί μόνοι τους, ούτε καν τηλέφωνα δεν είχαν ανταλλάξει. Κάποια στιγμή είχε σκεφτεί να του δώσει το τηλέφωνό της αλλά δίστασε ακόμα και όταν της το ζήτησε. Πολλές φορές απέφευγε να του απαντήσει σε ερωτήσεις του αλλά αυτό ήταν κάτι πλέον συνηθισμένο και για τους δύο.

Το λεωφορείο έφτασε σχεδόν στην ώρα του και ανέβηκε για το δρόμο προς το σπίτι της, ακόμα μια μέρα περπάτημα μόνη, αλλά τώρα καλοκαιριάζει και το φως της ημέρας το κάνει όλο το τοπίο πιο ωραίο πιο ρομαντικό. Της άρεσε να περπατά αυτή την ώρα, λίγο πριν χαθεί το φως. Είδε μια θέση ελεύθερη και πήγε να καθίσει, δεν έδωσε σημασία στο ποιος είναι μέσα, άλλωστε καθημερινά τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα ήταν. Ο συνεπιβάτης δίπλα της, δεν έδωσε σημασία, κοιτούσε έξω από το παράθυρό όπως άλλωστε κάνουν όλοι.

Η ώρα περνούσε και το ταξίδι του λεωφορείου όπως πάντα ατελείωτο. Μεγάλες διαδρομές, κόσμος και τοπία όσο έφτανε κοντά στο δρόμο της. Πάτησε το κόκκινο κουμπί της στάσης, σηκώθηκε και λίγο πιο κάτω το λεωφορείο σταμάτησε και άνοιξε τις πόρτες του. Βγήκε γρήγορα και άρχισε να περπατά αργά προς το σπίτι της. Πριν ξεκινήσει το λεωφορείο οι πόρτες ξανάνοιξαν, όπως όταν κάποιος που δε ξεχάστηκε ή δε πρόλαβε φωνάζει στον οδηγό. Δυο πόρτες μακριά της κατέβηκε εκείνος που ποτέ δεν κατάφεραν να συναντηθούν μεταξύ τους. Η καρδιά της σαν να σταμάτησε για λίγο και να αγχώθηκε πως έγινε κάτι τέτοιο. Το λεωφορείο έφυγε, τώρα μόνοι τους, είχαν κοντοσταθεί για ελάχιστο χρόνο. Προχώρησε κοντά της, έφτασε σχεδόν πάνω της. Ναι, ήξερε τι θα συμβεί, το είχαν συζητήσει το τυχαίο ακόμα μια φορά για πλάκα ή ίσως και σοβαρά. Αν τύχαινε ποτέ να βρεθούν μόνοι τους, θα την πλησίαζε, θα την έπιανε και θα την φίλαγε χωρίς να πουν κουβέντα.

Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει και ήταν σίγουρη ότι κάποιο τέτοιο άγχος πέρασε και από εκείνον. Όμως δεν αντιστάθηκε, τα χέρια του δεν της έδωσαν επιλογές και το φιλί τους δε θα το άλλαζε με τίποτα σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε την στιγμή να σταθεί στην άκρη του χρόνου έτοιμη να χαθεί αλλά να μην το αποφασίζει. Mέσα της έτρεμε από το φιλί του αλλά δεν αφέθηκε εκείνη τη στιγμή τόσο να του το δείξει, άλλωστε ήταν το πρώτο φιλί και δεν ήξερε κανείς αν θα συνεχιστεί ή θα ήταν και το τελευταίο. Είχαν ξεχάσει πλέον πόση ώρα ήταν τα χείλι τους κολλημένα όταν τελικά απλά κοιτάχτηκαν σα να συμφωνούσαν για ότι συμβαίνει. Άρχισαν να περπατάν προς το σπίτι της. Του εξήγησε ότι δεν μπορεί να μείνει για πολύ μιας και έμενε με την οικογένειά της και δεν θα ήθελε να τους δουν έτσι ξαφνικά μαζί χωρίς κανείς να ξέρει τίποτα. Όμως η ώρα είχε περάσει και κανείς τους δεν έδινε σημασία, ήδη το φως του ήλιου είχε σχεδόν χαθεί όπως περπατούσαν μαζί, όταν την σταμάτησε ξαφνικά και ένωσε τα χείλι τους ξανά. αυτή τη φορά τον αγκάλιασε και όταν σταμάτησαν χαμογέλασαν και οι δυο πιο έντονα, σαν να ξεπέρασαν τα πρώτα δύσκολα εμπόδια. Περπάτησαν λίγο ακόμα ανάμεσα στις κολώνες με τα φώτα, ήταν σχεδόν σκοτάδι, σε ένα τέτοιο σκοτάδι την τράβηξε και τρίτη φορά πάνω του. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, κόλλησε πάνω του και το φιλί τους αυτή τη φορά ακόμα πιο έντονο. Κόλλησε τόσο πολύ στο σώμα του που πλέον τον ένιωθε να ερεθίζεται, χαμογέλασε μέσα της. Κάτι τέτοιο ήταν πρώτη φορά που τολμούσε να μην αντισταθεί έτσι στα ξαφνικά. Εκείνος την τράβηξε πιο απόμερα. Τώρα μόνο περαστικός με τα πόδια θα μπορούσε να τους αντιληφθεί. Κανένα όχημα δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι λίγο πιο πέρα από την άκρη του δρόμου ήταν οι δυο τους. Το σκοτάδι τους έκρυβε από κάθε αδιάκριτο βλέμμα.

Όσο πιο έντονο ήταν το φιλί τους τόσο την έτρωγε η περιέργεια αν θα γίνουν όλα όσα είχαν πει για πλάκα και γέλαγαν τόσο καιρό. Θα μπορούσε να ήταν αλήθεια; Όμως τον ένιωθε ερεθισμένο πάνω της και η ίδια έπιασε τον εαυτό της να κάνει με το σώμα της κινήσεις που θα τον ανάψουν περισσότερο. Τα χέρια του σήκωσαν το φόρεμά της λίγο πιο πάνω από τη μέση της, ήταν αρκετά στενό ώστε να κρατηθεί εκεί, όσο όμως και αν αγχώθηκε η αντίστασή της μπροστά στο ίδιο της το πάθος ήταν μηδαμινή, τόσο που σίγουρα και εκείνος δεν το κατάλαβε.  Το άγγιγμά του την ερέθιζε τόσο πολύ, ακόμα πιο πολύ από πριν που αισθάνθηκε τον ερεθισμό του. Σαν ηλεκτρισμός στο κορμί της πέρασε η πρώτη του επαφή με το εσώρουχό της καθώς το άφηνε στη θέση του αλλά το έκανε από κάτω στην άκρη για να αγγίξει με τα δάχτυλά του το δυνατό ερεθισμό της. Ήταν τόσο υγρή εκείνη τη στιγμή, τόσο που θα μπορούσε να στάξει κυριολεκτικά μια σταγόνα της να χαϊδέψει τα πόδια της.

Μια ανάσα της σταμάτησε το φιλί τους και τότε εκείνος έσκυψε στο λαιμό της, τη φίλησε τη δάγκωσε και συνέχισε το παιχνίδι του με τα δάχτυλά του και τον ερεθισμό της. Θα ήθελε να τολμήσει αλλά ποτέ δεν κατάφερε να αγγίξει και εκείνον όπως φαντάζονταν πριν βρεθούν ποτέ μόνοι τους. Το έκανε ο ίδιος για εκείνη, άνοιξε το παντελόνι τους και μισογδύθηκε όπως είχε μισογδύσει και εκείνη μόλις πριν λίγο. Μπορεί και πριν πολύ ώρα, αφού ο χρόνος πλέον δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία στις αισθήσεις τους. Έπιασε τους μηρούς της και την τράβηξε πάνω του, τον ένιωσε να γλιστρά μέσα της απότομα. Σφίχτηκε έτσι απότομα πάνω του και ρυθμικά μόνη της κούνησε την λεκάνη της, να γευτεί όσο γίνεται πιο πολύ αυτή την αίσθηση του. Ο ρυθμός τους συντονίστηκε άμεσα, τα χείλι της βρέθηκαν στο λαιμό του και τα νύχια της κάρφωναν τη πλάτη του πάνω από το ρούχο του. Εκείνος δάγκωνε το λαιμό της και κρατούσε το μαλλί της όπως το θηρίο που ζευγαρώνει επιβάλλοντας στο θηλυκό τις θελήσεις του. Ένιωθε μέσα της το κάψιμο του, έκαιγε τόσο έντονα που κάθε του κίνηση την έκανε να θέλει να φωνάξει δυνατά από ηδονή. Τυλιγμένη σφιχτά γύρο του, προσμένει κάθε του κίνηση να χαθεί μέσα της, να φτάσει πιο βαθιά από το ίδιο της το είναι. Δεν άκουγε τίποτα πλέον, δεν την ένοιαζε τίποτα, είχε χαθεί σε ένα κόσμο ηδονής και ο οργασμός της θα ήταν η πόρτα της εξόδου σε αυτό τον περίπλοκο λαβύρινθο. Μόνο λίγες κινήσεις ακόμα της πήρε και με δύναμη τον κράτησε μέσα της σφίγγοντας κι άλλο την αγκαλιά της. Στ' αυτί του ψιθύριζε τις κραυγές της, να την ακούσει μόνο εκείνος. Τόσο ερεθιστική ήταν η φωνή της που δεν πρόλαβε να αποκολληθεί από πάνω του καθώς τον έκανε να εκραγεί σχεδόν μέσα της. Σαν να έβγαινε ζωή από μέσα του και να την κατακλύζει ένιωθε πάνω στον ερεθισμό της τα υγρά του καυτά να την αγγίζουν και να στάζουν με ένα γαργαλητό απαλό στα πόδια της.

Πήραν διαφορετικούς δρόμους, εκείνη είχε αργήσει ήδη πολύ και σίγουρα θα την έψαχναν τώρα. Δεν είχε καμία σημασία αλλά δεν θα ήθελε να την δούν με τόσο πλατύ χαμόγελο να φτάνει σπίτι και να την ρωτάνε ένα σωρό ερωτήσεις για το τι έκανε και πως και άργησε. Εκείνος προχώρησε μέχρι τη στάση και πήρε το επόμενο λεωφορείο και σκέφτηκε πόσο τυχαία ήταν τελικά όλα όσα είχαν ζήσει.




Δεν υπάρχουν σχόλια: