Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Μια βόλτα

Έγειρε μπροστά του να πάρει το ποτό της από το μπαρ. Ο λευκός λαιμός της ήταν μπροστά του, τόσο κοντά που με μια κίνηση θα μπορούσε εύκολα να ακουμπήσει τα χείλη του, τα δόντια του, απαλά πάνω της. Το άρωμα της μεθυστικό, αισθησιακό του φάνηκε, έντονο τον σαγήνευε. Σα να είχε στεκόταν εκεί κοντά του ώρες ατελείωτες, χωρίς να θέλει να τελειώσουν. Παρατήρησε το γυμνό της δέρμα που αποκαλυπτόταν από τη μπλούζα της που έδενε στον ώμο της. Δεν ένιωθε συχνά αυτή την επιθυμία να γευτεί τόσο έντονα μια γυναίκα. Όμως εκείνη τον σαγήνευε, μόνο με μια κίνηση της τον είχε και πιθανόν να μη το ήξερε καν. Ίσως να το αποσκοπούσε, αλλά δεν γνώριζε την επιρροή της ακριβώς.

Σηκώθηκε σχεδόν αργά και στάθηκε μπροστά του, πίνοντας λίγο από το ποτό της. Αν δε είχε όλο αυτό το κόσμο σίγουρα θα είχε γευτεί το θήραμα του. Ένιωσε σα τον κυνηγό έτοιμος να κερδίσει το κυνήγι του. Πρώτη του φορά σε αυτό το χώρο και ένιωθε κάπως άβολα, όσο και αν προσπάθησαν διάφοροι γνωστοί της παρέας να του μιλήσουν να τον κάνουν να νιώσει λίγο άνετα. Μεταξύ τους δε πολυμιλούσαν. Λίγες ματιές μόνο, άλλοτε πονηρές, άλλοτε κοφτές. Άρχισε να μη του αρέσει εκεί. Όμως δε μπορούσε να αντισταθεί σε εκείνη, στον εαυτό του στην επιθυμία του.

Την πλησίασε, και της ψιθύρισε να καθίσουν λίγο πιο πέρα μακριά από το γνωστό κόσμο. Το μέρος προσφέρονταν με τόσα απόμερα σημεία που ήταν γεμάτο. Στάθηκε εκείνη λίγο σα να το σκέφτηκε, σα να δίστασε, όμως του έγνεψε πως συμφωνούσε και τον ακολούθησε σε ένα απόμερο λίγο πιο ήσυχο καναπέ, χωρίς πολλά φώτα και φασαρία.

Κάθισε δίπλα του σταυρώνοντας τα πόδια της που λίγο έκρυβε η μίνι φούστα της. Ένιωσε πιο άνετα και η συζήτηση κάπως ξεκίνησε. Μιλούσε χαμηλά επίτηδες και η μουσική δεν άφηνε τη φωνή του να ακουστεί. Εκείνη ήρθε λίγο πιο κοντά να ακούει και άρχισε να της μιλά κοντά στ αυτί της. Δε φώναζε ούτε ψιθύριζε, ο τόνος του ήταν ιδανικός. Μια ρίγη περνούσε στο κορμί της σε κάθε του έκφραση. Το τι έλεγε λίγο είχε σημασία τώρα. Πιο πολύ μετρούσε ο ήχος του που την άγγιζε κυριολεκτικά. Χωρίς να το έχει καταλάβει ένιωθε το χέρι του πάνω στο δικό της, τον ένιωθε να την τυλίγει χωρίς να την έχει αγγίξει σχεδόν καθόλου.

Το άρωμα της πάλι μεθυστικό, τον ζάλιζε αργά τον γοήτευε τόσο έντονα. Κατάλαβε σύντομα πως τα λόγια του δεν είχαν τόση σημασία, έκανε μια μικρή παύση και αργά άρχισε να απομακρύνεται. Σχεδόν τα μάτια τους βρέθηκαν αντικριστά, έγειρε λίγο το κεφάλι του και άγγιξε τα χείλη της. Δε πρόλαβε να φέρει ουδεμία αντίσταση. Το φιλί του, το ένιωσε να καίει τα χείλη της, τόσο απρόσμενο και τόσο γλυκό. Έντονο, δυνατό, σα να τη μάγεψε και μπήκε στο παιχνίδι του. Το χέρι του ζεστό, το άγγιγμα του απαλό και σκληρό το ένιωθε στο λαιμό της, στο πρόσωπό της να την ζαλίζει.

Βρέθηκαν ακόμα πιο κοντά. Τώρα οι λέξεις σταμάτησαν, το άγγιγμα τους μιλά και τους ενώνει. Χαϊδεύει το λαιμό της, το κορμί της που τόσο του αρέσει, προσπαθεί εκείνη τη στιγμή, σε αυτό το μικρό σκοτεινό καναπέ να πάρει κάθε της αίσθηση. Τα χείλια της γλυκά και η γεύση της μοναδική. Μέσα του δε πιστεύει πως στα χέρια του πάλετε και τρέμει ένα τόσο τέλειο πλάσμα.

Πως είναι δυνατόν να της συμβαίνει αυτό και να μην μπορεί να προβάλει καμία αντίσταση, παραδίνεται σε κάθε του χάδι, σε κάθε του κίνηση, κάθε φορά που αισθάνεται τη θέρμη του. Η καρδία της χτυπά έντονα, τον αισθάνεται να χάνετε παντού στο κορμί της. Μια στο πρόσωπο της, μια στα πόδια της, στο στήθος της να περνά και μια ανάσα να χάνετε από μέσα της. Νιώθει το χάδι του παντού, ανάμεσα στα πόδια της, στη κοιλιά της στις γάμπες της. Έχει περάσει τόση ώρα ή μήπως έιναι ιδέα της. Ο κόσμος της, τον θέλει τον ποθεί κάθε στιγμή όλο και πιο πολύ όλο και πιο έντονά. Αρκετά κράτησε αυτό το παιχνίδι και σημασία το που βρίσκονται δεν έχει. Ο κόσμος πολύς δεν είναι, το σημείο βολεύει σαν σκοτεινό, και ενδοιασμούς στη ζωή της δεν είχε ποτέ τέτοιους. Τον σταμάτησε, και ανέβηκε πάνω του ανασηκώνοντας λίγο τη φούστα της, όσο χρειαζότανε. Σταμάτησε της κινήσεις του, και ήταν η ώρα να παίξει και εκείνη λίγο όπως ήθελε. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και τράβηξε έξω το ερεθισμένο του πέος που τόση ώρα ένιωθε πίσω από τα ρούχα. Το χάιδεψε απαλά με τα μακριά της λεπτά δάχτυλα, ανασηκώθηκε λίγο και κάθισε απότομα πάνω του. Τον ένιωσε μέσα της σκληρό, να την τρυπά να την πονά όσο ακριβώς θα περίμενε. Όπως τον ήθελε. Με περίτεχνη κίνηση έπαιξε τη λεκάνη της και έγειρε πάνω του.

Την κρατούσε σφιχτά με τα χέρια του και βοηθούσε την τόσο καλή της κίνηση. Καιγόταν σε κάθε της αλλαγή, σε κάθε της πίεση και σφίξιμο του κόλπου της. Τα κορμιά τους ενώνονταν και το σκηνικό τους άναβε όλο και πιο πολύ. Ένιωθε το κόλπο της, τόσο καυτό, τόσο υγρό και μαλακό. Ήθελε να είναι όλο και πιο έντονο. Όμως ήταν βασανιστικό, αργό. Κρατήθηκε από το μακρύ μαλλί της, δάγκωσε το λαιμό της και σχεδόν της άφησε σημάδι. Δάγκωσε τα χείλη της, ρούφηξε τη γλώσσα της, την γεύτηκε, την κράτησε πάνω του.

Η καρδία της χτυπούσε δυνατά τώρα. Το ένιωθε μέσα της, ένιωθε να τρέμει, να τραντάζετε το κορμί της όπως κάθε κρίσιμη απολαυστική στιγμή. Προσπαθούσε να κρατηθεί να διαρκέσει πιο πολύ και κάθε της προσπάθεια το έκανε όλο και πιο έντονο. Την ένιωθε στα χέρια του να τρέμει έτοιμη να εκραγεί. Όσο πιο δυνατή την ένιωθε τόσο τελείωνε και εκείνος. Σφίχτηκε πάνω του, με τα νύχια της να πονάνε την πλάτη του. Τελείωσε δυνατά πάνω του. Όπως και εκείνος ταυτόχρονα μαζί της, τον ένιωθε μέσα της να τελειώνει καυτός, να την πλημμυρίζει. Έμεινε λίγο ακόμα πάνω του, αγκαλιάζοντας τον.

Χαλάρωσαν στον απόμερο καναπέ τους για λίγη ώρα ακόμα. Ίσως κάποιοι να τους είχαν δεί, ίσως και πάλι όχι. Η ώρα είχε περάσει και εκείνος έπρεπε να φύγει. Για ένα ποτό και μια γνωριμία είχε έρθει που ποτέ δε περίμενε να τον ζαλίσει τόσο πολύ.